-
1 λιχανοειδὴς
A locus of the λίχανος II, Aristox.Harm. p.26 M.; ὁ λ. φθόγγος the highest note of a πυκνόν, Bacch.Harm.43, cf. Aristid.Quint.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιχανοειδὴς
См. также в других словарях:
λιχανοειδής — λιχανοειδής, ές (Α) [λιχανός] φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» το σημείο τής λύρας ή τής κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός*. ο δείκτης τού χεριού β) «λιχανοειδής φθόγγος» ο υψηλότερος φθόγγος τού πυκνού, δηλ. τού μικρού διαλείμματος στη μουσική … Dictionary of Greek