-
1 λιπαρίσχιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαρίσχιος
См. также в других словарях:
ψακαδίσχιος — ον, Α (για άλογο) αυτός που έχει τα ισχία του γεμάτα σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάς, άδος + ἰσχίον (πρβλ. λιπαρ ίσχιος)] … Dictionary of Greek