-
1 λιπαράμπυξ
A with bright fillet or headband,Μναμοσύνα Pi.N.7.15
; parodied by Ar.Ach. 671 (lyr.), as epith. of fishsauce.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαράμπυξ
См. также в других словарях:
μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] … Dictionary of Greek