-
1 λιπαρο-πλόκαμος
λιπαρο-πλόκαμος, mit glänzenden Locken; κεφαλή, Il. 19, 126; Λατώ, Pind. frg. 58, 1, wobei man auch an Salben denken kann.
-
2 λιπαροπλόκαμος
λῐπᾰρο-πλόκᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαροπλόκαμος
-
3 λιπαροπλόκαμος
λιπαρο - πλόκαμος: with shining locks or braids, Il. 19.126†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λιπαροπλόκαμος
-
4 λιπαροπλόκαμος
λιπαρο-πλόκαμος, mit glänzenden Locken; κεφαλή, wobei man auch an Salben denken kann -
5 λιπαροπλοκαμος
См. также в других словарях:
λυσιπλόκαμος — λυσιπλόκαμος, ἡ (Μ) αυτή που έχει λυμένες τις πλεξίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. λυσι * + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο πλόκαμος, χρυσο πλόκαμος] … Dictionary of Greek
μελανοπλόκαμος — μελανοπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο πλόκαμος, χρυσο πλόκαμος] … Dictionary of Greek