-
1 λιπό-θροος
λιπό-θροος, den die Stimme verlassen hat, stumm, Nonn. D. 4, 327.
-
2 λιπόθροος
λῐπό-θροος, ον,A wanting voice, mute, of Echo, ib.4.327.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπόθροος
-
3 λιπόθροος
λιπό-θροος, den die Stimme verlassen hat, stumm
См. также в других словарях:
μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] … Dictionary of Greek