Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λῐπό-γᾰμος

См. также в других словарях:

  • λυσίγαμος — λυσίγαμος, ον (Α) αυτός που διαλύει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπό γαμος, μελλό γαμος] …   Dictionary of Greek

  • μισόγαμος — μισόγαμος, ὁ (Α) αυτός που μισεί τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γαμος (< γάμος) πρβλ. λιπό γαμος, φιλό γαμος] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»