-
1 λιπό-γαμος
λιπό-γαμος, die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.
-
2 λιπόγαμος
λῐπό-γᾰμος, ον,A having abandoned her marriage ties, ἡ λ. the adulteress, of Helen, E.Or. 1305 (lyr.); cf. λιπεσάνωρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπόγαμος
-
3 λιπόγαμος
-
4 λιπογαμος
См. также в других словарях:
λυσίγαμος — λυσίγαμος, ον (Α) αυτός που διαλύει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπό γαμος, μελλό γαμος] … Dictionary of Greek
μισόγαμος — μισόγαμος, ὁ (Α) αυτός που μισεί τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γαμος (< γάμος) πρβλ. λιπό γαμος, φιλό γαμος] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek