-
1 λιποψυχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποψυχέω
-
2 λιποψυχία
λῐποψῡχ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποψυχία
-
3 λιποψυχώδης
λῐποψῡχ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποψυχώδης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский