-
1 λινόχορτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινόχορτος
См. также в других словарях:
λεοντόχορτος — λεοντόχορτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από λιοντάρι («λεοντόχορτον βούβαλιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χόρτος «τροφή» (πρβλ. λινό χορτος, πολύ χορτος)] … Dictionary of Greek