-
1 λινόπτερος
λῐνό-πτερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινόπτερος
См. также в других словарях:
φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη … Dictionary of Greek
πυρίπτερος — ον, Μ αυτός που έχει πύρινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος, σιδηρό πτερος] … Dictionary of Greek
χαλκόπτερος — ον, Α αυτός που έχει φτερά που λάμπουν σαν τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος, χρυσό πτερος] … Dictionary of Greek
σαρκόπτερος — ον, Α αυτός που έχει σαρκώδεις φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό πτερος] … Dictionary of Greek