-
1 λινόπυρος
λῐνο-πῡρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινόπυρος
См. также в других словарях:
φιλόπυρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για την θεά Δήμητρα) αυτός που αγαπά το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πυρός (Ι) «σιτάρι, σπόρος σταριού» (πρβλ. λινό πυρος)] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
λινόπυρος — λινόπυρος, ὁ (Α) λίνο ανάμικτο με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ πυρος, πολύ πυρος] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… … Dictionary of Greek