-
1 λινοθώραξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοθώραξ
См. также в других словарях:
λινοθώραξ — λινοθώραξ, ακος, ιων. τ. λινοθώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λινό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + θώραξ (< θώραξ), πρβλ. αιολο θώραξ, χαλκο θώραξ] … Dictionary of Greek