-
1 λιθ-ώπης
-
2 λιθώπης
2 fem. [full] λιθῶπις, ιδος, turning one to stone by a look, Nonn.D.30.265.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθώπης
-
3 λιθώπης
λιθ-ώπης, ες, wie Stein anzusehen, steinern
См. также в других словарях:
λιθώπης — λιθώπης, ες, θηλ. και λιθώπις, ιδος (Α) 1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους 2. το θηλ. ἡ λιθῶπις αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπης, χαριτ ώπης] … Dictionary of Greek