-
1 λιθόσπερμον
λῐθό-σπερμον, τό,A gromwell, Lithospermum officinale, Dsc.3.141, Ps.-Gal.19.694.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόσπερμον
См. также в других словарях:
κνιδόσπερμον — και κνιδόσπερμα, τὸ (Α) σπόρος τού φυτού θυμέλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κνίδος + σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λιθό σπερμον, λινό σπερμον] … Dictionary of Greek