-
1 λιθοκοπικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοκοπικός
См. также в других словарях:
σιτοκοπικός — ή, όν, Α αυτός που έχει σχέση με την κοπή, με την άλεση τού σίτου («σιτοκοπικὸν ἐργαστήριον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κοπικός (< κοπή), πρβλ. λιθο κοπικός] … Dictionary of Greek