-
1 λιθοβολήσιμος
λῐθοβολ-ήσιμος, ον,A = λιθοβόλος, Sch.E.Or.50:—also [suff] λῐθοβολ-βόλητος, Hsch. s.v. λευσίμου δίκης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβολήσιμος
-
2 λιθοβολέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβολέω
-
3 λιθοβόλησις
λῐθοβόλ-ησις, v. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβόλησις
-
4 λιθοβολία
λῐθοβολ-ία, ἡ,III neut. pl. λιθοβόλια, τά, festival at Troezen, Paus. 2.32.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβολία
-
5 λιθοβολισμός
λῐθοβολ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβολισμός
-
6 λιθοβολίτης
A gloss on λιθολεύστης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβολίτης
-
7 λιθοβόλος
λῐθοβόλ-ος, ον, (parox.)A throwing stones, pelting with stones: -βόλοι, οἱ, stone-throwers, distd. from σφενδονῆται, Th.6.69, cf. J.BJ3.7.18;γυμνῆτες λ. καὶ ἀκοντισταί Pl.Criti. 119b
: sg., as winner of a contest, SIG1061.6, 19 (Samos, ii B.C.).2 -βόλος, ὁ, engine for hurling stones, Plb.8.5.2, Moschio ap.Ath.5.208c, Ath. Mech.18.6; distd. from καταπέλτης, D.S.20.48; also -βόλον, τό, LXX 1 Ma.6.51, J.BJ5.6.3; in full, λ. μηχαναί ib.4.9.12.II proparox. λιθόβολος, ον, [voice] Pass., struck with stones, stoned, E.Ph. 1063 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβόλος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский