-
1 λίαν
λίαν adv. (Hom. et al. as λίην; as λίαν Pind.+) to a high degree, very (much), exceedingly.ⓐ used w. verbs: preceding them (EpArist 312; Jos., Vi. 404) λ. ἀντέστη he vehemently opposed 2 Ti 4:15. λ. πρόσεχε be scrupulously on your guard D 6:3. λ. ἐκκέχυμαι ἀγαπῶν ὑμᾶς I pour out my love over you IPhld 5:1. ὅταν … λ. πικρανθῇ when the person becomes very bitter Hm 10, 2, 3; cp. 9:9b; 12, 1, 2; 12, 4, 1; Hs 5, 2, 7; 6, 2, 7; 7:1; 8, 3, 8; 9, 11, 3. Following the verb (Gen 4:5) ἐθυμώθη λ. he became very angry Mt 2:16. θαυμάζειν … λ. 27:14; ἔκλαυσα λ. I wept bitterly Hm 3:3; ἐχάρη λ. he was very glad Lk 23:8; Hs 5, 2, 5; 8, 1, 16; also λ. ἐχάρη 5, 2, 11. In a letter ἐχάρην λ. I was very glad (BGU 632, 10; PGiss 21, 3) 2J 4; 3J 3. ἐλυπήθη λ. (Cain) was filled with grief 1 Cl 4:3 (cp. Gen. 4:5). Strengthened λίαν ἐκ περισσοῦ altogether Mk 6:51.ⓑ used w. adjs., whichα. serve as attribute (SIG 1102, 12 αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι): preceding the adj(s).: καὶ γε λ. πιστοὺς κ. ἱσχυρούς also very committed and steadfast Hs 9, 9, 9a; λ. ὑψηλός grown very high Hs 8, 1, 2; λ. εὐειδής very charming AcPl Ha 3, 13. Following the adj.: ὄρος ὑψηλὸν λ. very high Mt 4:8; χαλεποὶ λ. very dangerous 8:28. ἀψινθίου μικρὸν λ. only a little bit Hm 5, 1, 5. πρόβατα πολλὰ λ. very many sheep Hs 6, 1, 6a. ῥάβδον σκληρὰν λ. a very sturdy stick 6, 2, 5. πικρὸν λ. AcPl Ha 4, 20 very fierce.β. serve as predicate: preceding (Diod S 14, 58, 2 λίαν ὀχυρός; PTebt 315, 18 ὁ ἄνθρωπος λείαν ἐστὶν αὐστηρός; TestJob 13:6 λ. μου χρηστοῦ ὄντος) αἰσχρὰ καὶ λ. αἰσχρά shameful, very shameful 1 Cl 47:6. λ. ἄφρων εἰμί Hm 4, 2, 1; cp. κἂν λ. σύνετος ἦν τις Hs 5, 5, 4. ὤφθη … μοι … λ. πρεσβυτέρα a very elderly woman v 3, 10, 3; cp. m 8, 6; Hs 2:5; 5, 3, 5; 6, 1, 6bc; 6, 2, 3; 8, 1, 17f; 9, 1, 7b; 10a; 9, 2, 4; 9, 3, 1; 9, 6, 8; 9, 9, 2; 7. Following (Gen 1:31; Tob 6:12 S) ἐγένετο λευκὰ λ. Mk 9:3. ὸ̔ν ἀγαπητὸν λ. ἔχετε for whom you have a special affection 1 Pol 7:2. περίλυπος ἤμην λ. I was extremely unhappy Hv 3, 10, 6. ἐντολαὶ … σκληραὶ … σκληραί εἰσι very demanding or severe m 12, 3, 4; (λίθοι) σκληροὶ … λ. εὑρέθησαν turned out to be too hard to dress/shape Hs 9, 8, 6. αὐθάδης εἶ λ. you are very stubborn 5, 4, 2. Cp. 9, 1, 7a; 10b; 9, 9, 4.ⓒ used w. an adv., following it (Da 11:25) πρωὶ̈ ἔννυχα λ. early in the morning, when it was still quite dark Mk 1:35. Preceding it (2 Macc 11:1; EpArist 230; Jos., C. Ap. 1, 286; 2, 3; Tat. 2, 1; 21, 3; PMich 154, 17 λ. νυκτός) λ. πρωί̈ very early in the morning 16:2. λ. ὀργίλως ἐλάλησεν with vehement anger Hm 12, 4, 1. S. ὑπερλίαν.—DELG. M-M. -
2 λίαν
-
3 λίαν
A very, exceedingly, in Hom. with an Adv.,λ. ἑκάς Od.14.496
;λ. ἀεικελίως 8.231
: with an Adj.,λ. μέγα εἶπες 3.227
, 16.243;νήπιος λ. τόσον 4.371
, cf. 13.238;λ. λυπρός 13.243
; λ. ἐνθύμιος ib. 421: alone with a Verb, very much, overmuch,κεχολώατο λ. 14.282
;λ. ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361
; οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται not exceedingly, 14.368;μή τι λ. προκαλίζεο Od.18.20
, cf. Il.6.486; also, in Hom., καὶ λίην, which always begins the sentence or verse, surely, aye surely,καὶ λ. κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Od.1.46
, cf. 3.203, Il.1.553, al.II after Hom.,ἀσχάλα μὴ λίην Archil.66.7
, cf. Sol.6;λίην δὲ δειλιάζεις Anacr.
ap. Ptol.Ascal. p.409 H.; λ. πιστεύειν to believe implicitly, Hdt.4.96;μὴ κάμνε λ. Pi. P.1.90
;μὴ λ. στένε S.El. 1172
, cf. E.Med. 158 (lyr.);ἀσπάζου αὐτὴν λ. POxy.936.13
(iii A.D.);καὶ λ. σαφῶς Ar.Eq. 1231
;λ. ἀσελγῶς Lys. 24.15
;λ. πόρρω Pl.Prt. 310c
;ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Th.7.5
: with other words of like sense,πολὺ λ. Isoc.9.48
;λ. πάνυ Antiph.184.2
(dub.), cf. Eust.972.46; κόμπος λ. εἰρημένος, opp. πεπλασμένος (compare our very and verily), A.Pr. 1031:—in Trag.and Com.freq.betw.Art.and Noun, ἡ λ. φιλότης βροτῶν his too great love.., A.Pr. 123 (anap.);τὸ λ. ποτόν Cratin.187
;ἡ λ. τρυφή Men.587
; τὰ λ. μειράκια Theopomp. Com.29; ; τὸ λ. excess, violence, E.Andr. 866, Pl.Cra. 415c. [Hom. has [pron. full] ῐ nine times, [pron. full] ῑ thirty-two times; the latter is found both in arsi and in thesi. In later [dialect] Ep.and Trag. both quantities are found: [pron. full] ᾱ always.] -
4 λίαν
λίᾱν, λίανvery: indeclform (adverb) -
5 λίαν
-
6 λίην
λίανvery: epic ionic (indeclform adverb) -
7 λιάζω
λιάζω (A), v. foreg. sub fin.------------------------------------A to be over-enthusiastic, [παρὰ τὸ] λίαν λιάζειν A.D. Pron.34.27
; λιάζειν· λίαν ἐσπουδακέναι, Phot. -
8 λα-
Meaning: augmentative prefix.Compounds: Only in isolated and rare words: λᾱ-καταπύγων (Ar. Ach. 664, λᾱ-- rhythm. lengthened?), λα-κατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι [better λάφονοι?] λίαν ἄφωνοι H.; λαισ- in λαίσπαις βούπαις. Λευκάδιοι H (also λάσπαις [codd. λαοπαις]; λι- in λιπόνηρος λίαν πονηρός H.; cf. on λίαν. λαι- in PN, z. B. Λαι-κλῆς, Λαι-σποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Wrong or uncertain combinations ( λάγνος, λαιψηρός a. o.) by Prellwitz Glotta 19, 116ff.Page in Frisk: 2,64Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λα-
-
9 πρόσω
A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. [full] πρόσσω; also [full] πόρσω, Pi., Trag.; later [dialect] Att. [full] πόρρω Pl., X., Com., Oratt. ( πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh. 482): Th. never uses the word.—Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. [comp] Comp.πόρσιον Pi.O.1.114
: [comp] Sup.πόρσιστα Id.N.9.29
. Adv.: ([etym.] πρό).A abs.:I of Place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, π. ἄγειν, φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572
; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib. 615;πρόσω ἵεσθε 12.274
, etc.;π. πᾶς πέτεται 16.265
; π. κατέκυψε ib. 611;π. ἀΐξας 17.734
; π. τετραμμένος αἰεί ib. 598;νέμεσθαι π. Hdt.3.133
; παραγγεῖλαι, πέμψαι π., A.Ag. 294, 853; βῆναι, ἕρπειν π., S.Tr. 195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν speak no further, Id.El. 213 (lyr.);μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: with Art.,πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30
, cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ π. X.An.1.3.1;ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ π. Hdt.3.25
.II of Distance, far off,παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22
; ;ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15
; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3;πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R. 432e
;ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph. 596
;ἡ δέ γ' Εὔβοια.. παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu. 212
;εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt. 356e
;πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R. 499c
, etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18, cf. Herod.6.90 (dub.);πάνυ π. γενέσθαι X.Cyr.4.3.16
; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ π., of a runner, Arist.Rh. 1361b24;οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN 1149a11
.2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg. 458b;οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp. 176d
.III of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω 11;χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55
; of continuance, A. Eu. 747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible, Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA 581a26.B c. gen.:I of Place, further into,π. τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28
, cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237;οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd. 294e
;πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b
, cf. Grg. 486a, Cra. 410e, Ly. 204b; π. τέχνης a past master, Ar. V. 192 (v. infr. 11);π. πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39
: also with Art.,προβήσομαι ἐς τὸ π. τοῦ λόγου Hdt.1.5
;ἐς τὸ π. οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56
; ἐς τὸ π. μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.II of Distance, far from,οὐ π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13
;οὐ π. Σπάρτης πόλις E.Andr. 733
;στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg. 800d
, cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph.,π. δικαίων A.Eu. 414
; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i. e. φύσει, Ar.V. 192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1);π. τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11
;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr. 238d
; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them, D.18.299;πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd. 96e
;πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16
;πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240
; ; π. σαρκός very far (i. e. different) from, Arist.HA 504b11, cf. Pl.R. 581e: also folld. byἀπό, ἐξαναχωρέειν π. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196
; ;ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49
; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.III of Time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.δ; ὡς π. τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44
;διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp. 217d
;λίαν π. ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt. 310c
;ἐκάθευδον μέχρι π. τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19
;βιότου πόρσω E.Alc. 910
(lyr.);π. ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap. 38c
;ὀψὲ καὶ π. τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2
.2 οὐ π. ἑπτὰ ἡμερέων not longer than.., Hp.Epid.4.38. -
10 ἀνίημι
ἀνίημι, ης (ἀνιεῖς, as if from ἀνιέω, dub. in Il.5.880), ησι: [tense] impf. ἀνίην, Hom. and [dialect] Att. 2 and [ per.] 3sg. εις, ει, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.A (Abu Simbel, vi B. C., Iterat. ; alsoἠνίει Hp.Epid.7.46
; [ per.] 1sg.ἀνίειν Luc.Cat.4
: [tense] fut. ἀνήσω: [tense] pf. ἀνεῖκα: [tense] aor. 1 ἀνῆκα; [dialect] Ion. ἀνέηκα.:—the Homeric formsἀνέσει Od.18.265
, [tense] aor. opt.ἀνέσαιμι 14.209
, part.ἀνέσαντες 13.657
should be referred to ἀνέζω, butἄνεσαν Il.21.537
is from ἀνίημι: [tense] aor. 2, [ per.] 3pl.ἀνεῖσαν Th.5.32
, imper. , S.Ant. 1101, E.Hel. 442, subj. , [dialect] Ep. [ per.] 3sg. subj.ἀνήη Il.2.34
, opt. ἀνείη, inf. ἀνεῖναι, part. ἀνείς:—[voice] Pass., ἀνίεμαι: [tense] pf.ἀνεῖμαι Hdt.2.65
, A.Th. 413, [ per.] 3pl. [tense] pf.ἀνέωνται Hdt.2.165
(v.l. ἀνέονται), inf. ἀνἑῶσθαι (sic) Tab.Heracl.1.153: [tense] aor. part. e: [tense] fut.ἀνεθήσομαι Th.8.63
. [ ἀνῐ- [dialect] Ep., ἀνῑ- [dialect] Att.: but even Hom. has ἀνῑει, ἀνῑέμενος, and we find ἀνῐησιν in Pl.Com.153 (anap.).]: — send up or forth,Ζεφύροιο.. ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν Od.4.568
; of Charybdis,τρὶς μὲν γάρ τ' ἀνίησιν.. τρὶς δ' ἀναροιβδεῖ 12.105
;ἀφρὸν ἀ.
spew up, vomit,A.
Eu. 183;σταγόνας [αἵματος] ἀ. S.OT 1277
; of the earth, καρπὸν ἀ. make corn or fruit spring up, h.Cer.333; ; also of the gods,ἀ. ἄροτον γῆς S.OT 270
, etc.; so of females, produce, ib. 1405:—in [voice] Pass., : then in various relations,συὸς χρῆμα ἀ. S.Fr. 401
; ; of a forest,πῦρ καὶ φλόγα Th.2.77
;πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων E.Or. 277
:— send up from the grave or nether world, A.Pers. 650, Ar.Ra. 1462, Phryn.Com.1 D., Pl.Cra. 403e, etc.:— [voice] Pass., ἐκ γῆς κάτωθεν ἀνίεται ὁ πλοῦτος ibid.; of fruit, Thphr.CP5.1.5.II let go, from Hom. downwds. a very common sense, ἐμὲ δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν, i.e. left me, Il.2.71, etc., cf. Pl.Prt. 310d: —[voice] Pass., wake up,D.S.
17.56; set free,ἐκ στέγης ἀ. S.Ant. 1101
; let go unpunished,ἄνδρα τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον X.HG2.3.51
, cf. Lys.13.93; ἄνετέ μ' ἄνετε leave me alone, forbear, S.El. 229 (lyr.); of a state of mind,ἐμὲ δ' οὐδ' ὣς θυμὸν ἀνίει.. ὀδύνη Il. 15.24
;ὅταν μ' ἀνῇ νόσος μανίας E.Or. 227
;ὥς μιν ὁ οἶνος ἀνῆκε Hdt.1.213
, etc.; ἀ. ἵππον to let him go (by slackening the rein), S.El. 721;ἵππους εἰς τάχος ἀ. X.Eq.Mag.3.2
;τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀ. Plu.Per. 11
.b loosen, unfasten,δεσμόν Od.8.359
(v.l. δεσμῶν); δεσμά τ' ἀνεῖσαι Call.Hec.1.2.13
: hence, open,πύλας ἄνεσαν Il.21.537
;ἀ. θύρετρα E.Ba. 448
; ἀ. σήμαντρα break the seal, Id.IA 325:—[voice] Pass.,πύλαι ἀνειμέναι D.H.10.14
.2 ἀ. τινί let loose at one, slip at,ἀ. τὰς κύνας X.Cyn.7.7
: henceἄφρονα τοῦτον ἀνέντες Il.5.761
, cf. 880: c. acc. et inf., Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ib. 882: generally, set on or urge to do a thing, c. inf., , cf. 17.425, Il.2.276, 5.422: freq. c. acc. pers. only, let loose, excite, asοὐδέ κε Τηλέμαχον.. ῷδ' ἀνιείης Od.2.185
;μέγας δέ σε θυμὸς ἀνῆκεν Il.7.25
; τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον ἀνῆκεν urged Thrasymedes to their aid, 17.705:—so in [voice] Pass.,ἅπας κίνδυνος ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu. 955
.3 ἀ. τινὰ πρός τι to let go for any purpose,τὸν λεὼν.. ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίας Hdt.2.129
; ἐς παιγνίην ἑωυτὸν ἀ. ib. 173;τὰ μικρὰ εἰς τύχην ἀνείς E.Fr. 974
(v.l. ἀφείς); τὰ σώματα ἐπὶ ῥᾳδιουργίαν X.Cyr.7.5.75
; ἐὰν δ' ἀνῇς, ὕβριστον χρῆμα κἀκόλαστον [γυνή] if you leave her free, Pl.Com.98.4 let, allow, c. acc. et inf., ;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Hdt.2.36
, cf. 4.175: with inf. omitted,ἀνεῖσα πένθει κόμαν E. Ph. 323
; ἀ. στολίδος κροκόεσσαν τρυφάν ib. 1491;κόμας Plu.Lys.1
: c. dat. pers. et inf., ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν having given him leave to hunt, X.Cyr.4.6.3.5 [voice] Med., loosen, undo, c. acc., κόλπον ἀνιεμένη baring her breast, Il.22.80; αἶγας ἀνιέμενοι stripping or flaying goats, Od.2.300; soἀνεῖτο λαγόνας E.El. 826
; so in [voice] Act., ἀνιέναι· δέρειν, Hsch.6 let go free, leave untilled, of ground dedicated to a god,τέμενος ἀνῆκεν ἅπαν Th.4.116
;ἀργὸν παντάπασι τὸ χωρίον ἀνιέντες τῷ θεῷ Plu.Publ.8
; generally,τὴν χώραν ἀ. μηλόβοτον Isoc.14.31
;ἀρούρας ἀσπόρους ἀ. Thphr.HP8.11.9
; allowed to run wild, Ge.49.21:—but this sense mostly in [voice] Pass., devote oneself, give oneself up,ἐς τὸ ἐλεύθερον Hdt.7.103
; esp. of animals dedicated to a god, which are let range at large (cf. ἄνετος), ἀνεῖται τὰ θηρία Id.2.65
; of a person devoted to the gods, ; of places, etc.,θεοῖσιν ἀ. δένδρεα Call. Cer.47
; ἄλσος ἀνειμένον a consecrated grove, cj. in Pl.Lg. 761c; of land,ἀ. εἰς νομάς PTeb.60.8
,72.36 (ii B.C.): hence metaph., ἀνειμένος εἴς τι devoted to a thing, wholly engaged in it, e.g.ἐς τὸν πόλεμον Hdt.2.167
; ἀνέωνται ἐς τὸ μάχιμον they are given up to military service, ib. 165; ἐς τὸ κέρδος λῆμ' ἀνειμένον given up to.., E.Heracl. 3: hence [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀνειμένος as Adj., going free, left to one's own will and pleasure, at large, S.Ant. 579, El. 516;ἀ. τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον E.Andr. 727
; πέπλοι ἀνειμένοι let hang loose, ib. 598; τὸ εἰς ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν -μένον unrestrained propensity to.., Plu.Num.16;σώματα πρὸς πᾶσαν ἐπιθυμίαν ἀνειμένα Id.Lyc.10
.7 slacken, relax, opp. ἐπιτείνω or ἐντείνω, of a bow or stringed instrument, unstring, as Hdt.3.22, cf. Pl.R. 442a, Ly. 209b, X.Mem.3.10.7, etc.; esp. of musical scales, ἁρμονίαι ἀνειμέναι, opp. σύντονοι, Arist.Pol. 1342b22, al.; ἀνειμένα Ἰαστὶ μοῦσα Pratin.Lyr.5: metaph.,ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ' ἀ. Ar.V. 574
, cf. Pherecr.145.4, Pl.R. 410e;πολιτεῖαι ἀνειμέναι καὶ μαλακαί Arist.Pol. 1290a28
; ; ἀνειμένη τάσις the grave accent, Sch.D.T.p.130H.;οἱ πάγοι τὰς φλόγας ἀ.
temper,Arist.
Mu. 397b2: hence,b remit, neglect, give up,στέρνων ἀραγμούς S.OC 1608
;φυλακὰς ἀνῆκα E.Supp. 1042
; φυλακήν, ἄσκησιν, etc., Th.4.27, X.Cyr.7.5.70, etc.; ἀ. θάνατόν τινι to remit sentence of death to one, let one live, E.Andr. 531;ἔχθρας, κολάσεις τισί Plu.2.536a
; ἀ. τὰ χρέα, τὰς καταδίκας, Id.Sol.15, D.C.64.8, cf. 72.2; ἄνες λόγον speak more mildly, E.Hel. 442; soἀ. τινὸς ἔχθραν Th.3.10
; ἀ. ἀρχήν, πόλεμον, etc., Id.1.76, 7.18, etc.:—[voice] Pass., to be treated remissly,ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Id.8.63
; has become effete, powerless,E.
Or. 941: freq. in [tense] pf. part. ἀνειμένος as an Adj., ἐν τῷ ἀνειμένῳ τῆς γνώμης when their minds are not strung up for action, Th.5.9; ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ relaxed, unconstrained, of the Athenians, Id.1.6; δίαιτα λίαν ἀ., of the Ephors, Arist.Pol. 1270b32;ἀ. ἡδοναί
dissolute,Pl.
R. 573a; ἄνανδρος καὶ λίαν ἀ. ib. 549d;ἀ. χείλεα
parched,Theoc.
22.63; of climate,ἀ. καὶ μαλακός Thphr.CP5.4.4
;ὀσμὴ μαλακὴ καὶ ἀ. 5.7.1
: [comp] Comp.ἀνειμενώτερος Iamb.VP15.67
:—but,8 the sense of relaxation occurs also as an intr. usage of the [voice] Act., slacken, abate, of the wind,ἐπειδὰν πνεῦμ' ἀνῇ S.Ph. 639
, cf. Hdt.2.113, 4.152;ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα S.Ph. 764
, cf. Hdt.1.94; ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει, of a viper, having fastened on him she does not let go, Id.3.109: esp. in phrase οὐδὲν ἀνιέναι not to give way at all, X.HG2.3.46, cf. Cyr.1.4.22; τὰς τιμὰς ἀνεικέναι ἤκουον that prices had fallen, D.56.25, cf. Arist.Rh. 1390a15; σιδήρια ἀ. ἐν τοῖς μαλακοῖς lose their edge, Thphr.HP5.5.1.b c. part., give up or cease doing, ὕων οὐκ ἀνίει [ὁ θεός] Hdt.4.28, cf. 125, 2.121.β, E.IT 318, etc.c c. gen., cease from a thing, ; , D.21.186;φιλονικίας Th.5.32
; ἀνῆκε τοῦ ἐξελθεῖν forbore to come forth, LXX 1 Ki.23.13.9 dilute, dissolve, διά τινος or τινί, Gal.13.520, al., Gp.4.7.3, cf. Arr.An.7.20.5 (Phryn.19 says that διΐημι is more correct in this sense);διυγραινομένων καὶ ἀνιεμένων Thphr.Vent.58
. -
11 ἁπλόος
A twofold, and so,I single, , cf. X. Cyr.1.3.4 ([comp] Comp.);ἁπλῷ τείχει περιτειχίζειν Th.3.18
;δὶς τόσ' ἐξ ἁπλῶν κακά S.Aj. 277
; ; .II simple, plain, straightforward,κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς Pi.N.8.36
;ἁ. ὁ μῦθος A.Ch. 554
;ἁ. λόγῳ Id.Pr. 610
,al.; ὡς ἁ. λόγῳ ib.46, Ar.Ach. 1151; ἁ. λόγος the matter is simple, E.Hel. 979; ἁ. διήγησις simple narrative (without dialogue), Pl.R. 392d; οὐκ ἐς ἁπλοῦν φέρει leads to no simple issue, S.OT 519;ἁπλᾶ γε καὶ σαφῆ λέγω μαθεῖν Alex.240.7
;οὐδὲν ἔχω ἁπλούστερον λέγειν X.Cyr.3.1.32
; of single-membered periods, Demetr.Eloc.17, etc.; of habits,ἁπλούστατος βίος Plb.9.10.5
;νόμοι λίαν ἁ. καὶ βαρβαρικοί Arist.Pol. 1268b39
;ἁπλοῦν ἦν.. ἀποθανεῖν
a plain course,Men.
14.b of persons, or their words, thoughts, and acts, simple, open, frank, ;ἁ. καὶ γενναῖος Pl.R. 361b
, etc.;ἁ. τρόποι E.IA 927
; opp. δόλος, Ar.Pl. 1158;πρὸς τοὺς φίλους ὡς ἁπλούστατον εἶναι X. Mem.4.2.16
.c simple-minded,ὁ κριτὴς ὑπόκειται εἶναι ἁ. Arist. Rh. 1357a12
, cf. HA 608b4 ([comp] Comp.), Rh. 1367a37; in bad sense, simple, silly, Isoc.2.46;λίαν γὰρ ἁπλοῦν τὸ νομίζειν.. Arist.Mete. 339b34
.III simple, opp. compound or mixed, Pl.R. 547e, etc.; opp. μεμιγμένος, κεκραμένος, Arist.Metaph. 989b17, Sens. 447a18;ἁ. χρώματα Id.Col. 791a1
; ἁ. ὀνόματα, opp. διπλᾶ, Id.Po. 1457a31; also of nouns, without the article, A.D.Synt.98.17, al.; of the positive adjective, Plu.2.412e, etc.b ἁ. βιβλία rolls containing a single author, Id.Ant.58.d ἁ. ἐπίδεσμος, a kind of bandage, Hp.Off.7, etc.3 simple, unqualified (cf.ἁπλῶς 11.3
),οὐ πάνυ μοι δοκεῖ.. οὕτως ἁπλοῦν εἶναι ὥστε.. Pl.Prt. 331b
, cf. Smp. 206a, Tht. 188d, al.IV Adv. ἁπλῶς, v. sub voc.V [comp] Comp. and [comp] Sup. ἁπλούστερος, ἁπλούστατος, v. supr.; irreg. [comp] Sup.ἁπλότατος AP6.185
(Zos.). (Cf. δι-πλόος; ἁ- = sṃ; - πλόος perh. identical with πλοῦς 'voyage', cf. Serb. jedan put '(one journey, hence) once'; transition from 'once' to 'simple' as in Lett. vienkars?ἁπλόοςXs 'simple' (cf. Lith. vienkart 'once').) -
12 ὥστε
ὥστε,A as Adv., bearing the same relation to ὡς as ὅστε to ὅς, and used by Hom. more freq. than ὡς in similes, when it is commonly written divisim, and is relat. to a demonstr. ὥς: sts. c. [tense] pres. Indic., Il.2.459 sq., 12.421, 13.703: sts. c. [tense] aor.,ὥς τε λέων ἐχάρη 3.23
: sts. c. subj. [tense] pres. or [tense] aor., 2.474 sq., 11.67, 16.428, Od.22.302: all three usages combined in one simile, with varied construction, Il.5.136-9:—the verb is sts. omitted,λάμφ' ὥς τε στεροπή 10.154
: this usage of ὥστε is chiefly [dialect] Ep. (Pi. uses ὧτε, q. v.), but it occurs in Alc.(?)27 (prob.), B.12.124 and sts. in Trag., , cf. Th.62, Pers. 424, Ch. 421 (lyr.), S.OC 343, Ant. 1033, Tr. 112 (lyr.).II to mark the power or virtue by which one does a thing, as being, inasmuch as, like ἅτε, τὸν δ' ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη ῥεῖα μάλ', ὥ. θεός Il.3.381, cf. 18.518; ὥ. περὶ ψυχῆς since it was for life, Od.9.423;ὥ. ταῦτα νομίζων Hdt.1.8
, cf. 5.83, 101, 6.94.B as Conj. to express the actual or intended result of the action in the principal clause:I mostly c. inf., so as or for to do a thing, twice in Hom., εἰ δέ σοι θυμὸς ἐπέσσυται, ὥ. νέεσθαι if thy heart is eager to return, Il.9.42; οὐ τηλίκος.., ὥ. σημάντορι πάντα πιθέσθαι not of such age as to obey a master in all things, Od.17.21;ῥηϊδίως κεν ἐργάσσαιο, ὥ. σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν Hes.Op.44
; ὥ. ἀποπλησθῆναι ( ἀποπλῆσαι codd.)τὸν χρησμόν Hdt.8.96
: freq. in Pi., O.9.74, N.5.1, 35, al.; also in Trag. and [dialect] Att. after demonstratives, , etc.; this constr. is found in cases where (as in Il.9.42 supr. cit.) ὥστε seems superfluous; so afterἐθέλειν, Κύπρις.. ἤθελ' ὥ. γίγνεσθαι τόδε E.Hipp. 1327
; after ἔστι, for ἔξεστι, S.Ph. 656; after ψηφίζεσθαι, Th.5.17; after ἐπαίρειν, E.Supp. 581;ἐπαγγελλόμενοι ὥ. βοηθεῖν Th.8.86
; after words implying request,δεηθέντες.. ὥ. ψηφίσασθαι Id.1.119
;πεῖσαι ὥ. συγχωρῆσαι Id.8.45
.2 after Comparatives with ἤ, when the possibility of the consequence is denied (cf.ὡς B. 111.2
), μέζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν woes too great for tears, Hdt. 3.14;μεῖζον ἢ ὥστε φέρειν δύνασθαι κακόν X.Mem.3.5.17
: but in Poetry ὥστε is sts. left out, ;κρείσσον' ἢ φέρειν κακά E.Hec. 1107
(rarely in Prose, Pl.Tht. 149c); similarly with the Posit., ψυχρὸν ὥ. λούσασθαι too cold to bathe in, X.Mem.3.13.3; ἡμεῖς ἔτι νέοι ὥ. διελέσθαι too young to.., Pl.Prt. 314b;γέρων ἐκεῖνος ὥ. δ' ὠφελεῖν παρών E.Andr.80
: this ὥστε is sts. omitted after words implying comparison, ὀλίγους εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν too few.. Hdt.6.109;ταπεινὴ ἡ διάνοια ἐγκαρτερεῖν Th.2.61
, etc.3 ὥστε.. ἄν is used with inf., of contingencies more or less improbable,οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε.. ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕσωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν Th.2.49
, cf. S.OT 374, El. 1316, D.8.35.4 sts. implying on condition that.., like ἐφ' ᾧτε, παραδοῦναι σφᾶς αὐτοὺς Ἀθηναίοις, ὥστε βουλεῦσαι ὅ τι ἂν ἐκείνοις δοκῇ Th.4.37, cf. X.An.5.6.26.II c. Indic., to express the actual or possible result with emphasis,οὐκ οὕτω φρενοβλαβὴς ὁ Πρίαμος οὐδὲ οἱ ἄλλοι.., ὥ. κινδυνεύειν ἐβούλοντο Hdt.2.120
(fort. delendum ἐβούλοντο); ἀσθενέες οὕτω, ὥ... διατετρανέεις Id.3.12
; οὕτως ἀγνωμόνως ἔχετε, ὥ. ἐλπίζετε .. ; are you so foolish that you expect.. ? D.2.26,βέβηκεν, ὥ. πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν S.OC82
, cf. OT 533: freq. in X., Mem.2.2.3, al.; with ἄν and the [tense] impf. or [tense] aor. implying a supposed case,ὥστ', εἰ φρονῶν ἔπρασσον, οὐδ' ἂν ὧδ' ἐγιγνόμην κακός S.OC 271
; ὥστε οὐκ ἂν ἔλαθεναὐτόθεν ὁρμώμενος Th.5.6
:ὥστε τὴν πόλιν ἂν ἡγήσω πολέμου ἐργαστήριον εἶναι X.Ages.1.26
.2 at the beginning of a sentence, to mark a strong conclusion, and so, therefore,ὥστ'.. ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ S.Ph.75
; ;ὥ. καὶ ταῦτα λεχθήσεται Arist.Metaph. 1004a22
: c. imper.,θνητὸς δ' Ὀρέστης, ὥ. μὴ λίαν στένε S.El. 1172
;ὥ. θάρρει X.Cyr.1.3.18
, cf. Pl.Prt. 311a;ὥ. ἂν βούλησθε χειροτονήσατε D.9.70
cod.A (- ήσετε cett.); before a question,ὥ. τίς ἂν ἀπετόλμησε..; Lys.7.28
.3 c. opt., with ἄν, Hdt.2.16;βρέφος γὰρ ἦν τότ'.., ὥστ' οὐκ ἂν αὐτὸν γνωρίσαιμ' E.Or. 379
, cf. S.OT 857, Ar.Ach. 943 (lyr.). b. c. opt. in orat. obliq., X.HG3.5.23; after opt. in principal clause, Id.Oec.1.13.4 with subj., in order that, in Thessalian dialect,τὸς ταμίας φροντίσαι οὕστε.. γενειθεῖ τᾶ πόλι ἁ δόσις BCH59.38
([place name] Crannon); ἀντιλλαβέσθαι τᾶς πόλλιος (sic) οὕστε.. ἐς πάντουν ἐγλυθεῖ τοῦν δανείουν ib.p.37.III with part., instead of inf., after a part. in the principal clause,τοσοῦτον ἁπάντων διενεγκόντες, ὥσθ' ὑπὲρ Ἀργείων δυστυχησάντων Θηβαίοις.. ἐπιτάττοντες κτλ. Isoc.4.64
(s. v.l.); οὕτω σφόδρα μισοῦντα τοῦτον, ὥστε πολὺ δὴ (ἂν Dobree)θᾶττον διαθέμενον κτλ. Is.9.16
;ὥστε.. δέον D.3.1
.V in later Greek, folld. by Preps.,Παρμένοντι κλειδὸς ὥ. ἐπὶ τὸ Διοσκούριον Inscr.Délos316.83
(iii B. C.);ξύλον ὥ. ἐπὶ τὴν ἅμαξαν IG11(2)
287 A52 (iii B. C.); μόλυβδος ὥ. εἰς τὸ Κύνθιον ib.203A52 (iii B. C.); κριθῶν ὥ. εἰς τὰ κτήνη barley for the animals, PCair.Zen.251.5 (iii B. C.);ὥ. εἰς ξένια φοίνικας PHal.1.7.4
(iii B. C.).b c. dat., for, χρεία αὐτοῦ ἐστὶν ὥ. Πισικλεῖ it is needed for P., PCair.Zen. 241 (iii B. C.);ὥ. τοῖς χησίν IG11(2).287
A45 (iii B. C.). -
13 λίᾱν
λίᾱνGrammatical information: adv.Meaning: `very much, too much' (Il.);Other forms: ep. Ion. λίην (ῑ̆)Derivatives: here λιάζειν `be over-enthousiastic' (A. D., Phot.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Like δήν, πλήν a. o. (Schwyzer 621) a fixed acc. with unknown basic meaning. A form λῖ is cited from Epich. 223 (Str. 8, 364), and as 1. member in λι-πόνηρος λίαν πονηρός H.; also λήν λίαν H. The connection of strengthening λα- (s. v.), λαι- is uncertain. Etymolog. unclear; the connection with Dor. λῆν `will' (Prellwitz) is rightly rejected by Bq and WP. 2, 393. Chantraine Glotta 33, 28 considers remote connection with λεῖος. - Here also λίηφος δεινός H.? (Chantraine Form. 263; on the formation see Specht Ursprung 264).Page in Frisk: 2,119-120Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίᾱν
-
14 χιλιάν
χῑλιᾶν, χίλιοιa thousand: masc /fem gen pl (doric)χίλιοςmasc /fem gen pl (doric)χιλιάζωto be a thousand years old: fut part act masc voc sg (doric aeolic)χιλιάζωto be a thousand years old: fut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)χιλιάζωto be a thousand years old: fut part act masc nom sg (doric aeolic)χιλιάζωto be a thousand years old: fut inf act -
15 χιλιᾶν
χῑλιᾶν, χίλιοιa thousand: masc /fem gen pl (doric)χίλιοςmasc /fem gen pl (doric)χιλιάζωto be a thousand years old: fut part act masc voc sg (doric aeolic)χιλιάζωto be a thousand years old: fut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)χιλιάζωto be a thousand years old: fut part act masc nom sg (doric aeolic)χιλιάζωto be a thousand years old: fut inf act -
16 δαπάνα
1 expenditure (upon the training of athletes and horses)αἰεὶ δἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90
τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106
εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς I. 6.10
c. gen., δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων expenditure upon horses I. 4.29 -
17 δέος
-
18 ἐγώ
ἐγώ ( ἐγώ(ν), μοι, ἐμοί, ἐμίν, με, ἐμέ; ἄμμες, ἄμμι(ν), ἄμμε; νῷν) Apart from its use within direct speech, this pronoun in the singular may normally be referred to both Pindar and chorus, but to the chorus only Pae. 4.21 cf. Fränkel, W & F, 366̆{1}, van Leeuwen, 407̆{15}, 505̆{36}. The plural is never certainly used to represent the singular.1 ἐγώ. ( ἐγών before a vowel P. 3.77, but ἐγώ correpted I. 1.4) “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” O. 4.24καὶ ἐγὼ νέκταρ πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7
εἰ δ' ἐγὼ κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54
ἐγὼ δέ τοι ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.21ἐγὼ δὲ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.97
ἐγὼ δὲ οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.49
διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91
ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι P. 1.42
ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω P. 3.77
ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
“ μῆλά τε γάρ τοᾰ ἐγὼ ἀφίημ” P. 4.148ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33
ἐγὼ δὲ κοινάσομαι N. 3.11
ἐγὼ τόδε τοι πέμπω πόμ' ἀοίδιμον N. 3.76
ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ ἄγγελος ἔβαν N. 6.57
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν N. 8.38
( ἄεθλοι)ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.9
ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν N. 11.11
ἀλλἐγω̆ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας ἐθέλω I. 1.14
χαίρετ· ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι I. 1.32
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.16
τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaksΠα.. 21. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος, ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14
σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, fr. 81 ad Δ. 2. ἀλλ' ἐγὼ τάκομαι (as opposed to those not affected by love of Theoxenos) fr. 123. 10. ] νον ἐγὼ[ fr. 140a. 77 (51). ἐγὼ μ[ fr. 140b. 11. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ fr. 150. “ καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4.2 acc. a. με, μ(ε).στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.7
ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν O. 3.9
τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.2
[ δεῖ σάμερόν μ' ἐλθεῖν (μ add. Boeckh met. gr.: om. codd.) O. 6.28]ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει O. 6.83
μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4
ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς N. 4.33
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
οὐ μέμφεταί μ' ἀνήρ N. 7.64
ἔα με N. 7.75
Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44
λίσσομαι ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5
Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ fr. 75. 7. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός χρή [μ]ε λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται fr. 122. 13. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει (με a papyri correctore deletum metro tamen desideratur) fr. 215. 4. “ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103 “ τοί μ' κρύβδα πέμπον” P. 4.111 “ φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα” P. 4.119 “ κοὔ με πονεῖ” P. 4.151 “ ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” P. 4.157 “ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με” P. 4.164 “ ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.: Herakles speaks) I. 6.47b ἐμέ, ἔμ(ε): emphatic, in first position in sentence save in two dubious examples, fr. 6a. e, fr. 75. 13, where perhaps με should be read.ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή O. 1.100
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38
ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι O. 8.74
ἐμὲ δ' οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.93
ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.52
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103
Μξῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. cf. fr. 151. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ' *d. 2. 23. ἐναργέα τἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νεμεα, τεμεῷ codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν a chorus of girls speaks *parq. 2. 33. “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων” O. 1.77 “ ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ δὲ ὑφαίνειν” P. 4.1413 dat.a μοι (correpted O. 2.83, N. 1.21, N. 10.80, Pae. 7.10) πολλά μοᾰ ὑπἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας possessive O. 2.83Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον O. 3.4
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν possessive. O. 13.11ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110
“ δόμους φράσσατέ μοι σαφέως” P. 4.117 “ ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος possessive P. 8.32γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι P. 8.58
ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν εἴη N. 4.9
ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72
μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν N. 7.50
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ N. 10.19
“ ἔσσι μοᾰ υἱός” N. 10.80μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
πολλὰ μὲν ἀρτεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.47
τέθμιόν μοι φαμί σαφέστατον ἔμμεν I. 6.20
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” possessive Πα... ἔραται δέ μο[ι] γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν simm., Wil.)Πα... ]Χαρίτεσσί μοᾰ ἄγχι θ[ Pae. 7.10
]μη μο[ι Πα. 7B. 7. ἄπιστά μοι δέδοικα Πα. 7B. 45. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60a. 3. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 5. ethic dat., c. impv.ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38
ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχ ων ἁγέο Παρθ. 2. 66. cf.καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.59
b ἐμοί, emphatic form, never ethic, once possessive P. 5.76ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52
ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84
ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.111
ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει O. 8.43
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.66
“ τοῦτ' ἔργον ἐμοὶ τελέσαις —” P. 4.230 φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (v. Wil., Pind., 477f; Fränkel, D & P, 485̆{2}) P. 5.76ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.48
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.41
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” N. 10.77 “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ” (supp. Boeckh: om. codd.) N. 10.84ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( ἀλλ' ἐμὲ coni. Boehmer) I. 8.11ἐμο[ὶ δ] Pae. 2.102
“ ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέδοται” a chorus of Keans speaks Πα... ἐμοὶ δὲ τοῦτον διέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον *pa. 7B. 21.c ἐμίν. [κατ' ἐμὶν coni. Schr.: κατά τιν codd. P. 8.68] ]τὶν μὲν [πά]ρ μιν[] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19
cf. Σ Ar., Av. 931: χλευάζει τῶν διθυραμ- βοποιῶν τὸν συνεχῆ ἐν τοῖς τοιούτοις δωρισμὸν καὶ μάλιστα τὸν Πίνδαρον συνεχῶς λέγοντα ἐν ταῖς αἰτήσεσι τὸ ἐμίν fr. 298, Schr.4 ἄμμες, Aeolic nom. pl. “ τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” (v. 1. ἀμὲς) P. 4.1445 ἄμμε, acc. pl.: us i. e. mankindμία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
6 ἄμμιν, ἄμμι, dat. pl. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἀναστάῃ” P. 4.155 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεῦς” P. 4.167 ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῇσαι i. e. for Pindar and his fellow Thebans I. 1.52 ἄμμι δ' πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον i. e. to the chorus and the victor I. 7.49 ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός i. e. for us Greeks I. 8.10 “ μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν.” I. 8.44 μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν (probably the fragment is part of some speech) fr. 42. 2.7 νῷν dual dat. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” (νῶ(ι)ν, νῶ(ι) codd.) P. 4.147 ] ο νῶιν[ (σὺν τῷ ϊ. Σ.) P. Oxy. 841. fr. 94. 2. -
19 εἰμί
εἰμί ( εἰμ(ί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστι(ν), ἐστί(ν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)1 be. A1 c. predicative adj.aἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64
ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
[ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ ἔσομαι τοῖος” P. 4.156δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92
ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
“ κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” P. 9.39θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24
ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28
ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδονεἴη κεν Pae. 4.49
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7
= fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.b with infinitive added.ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19
εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
c impersonal.ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
2 c. pred. subs.ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68
“ φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναι” P. 4.34 “ οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.87 “Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς” P. 4.167ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270
βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
ξεῖνός εἰμι N. 7.61
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87
ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
“ ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.3 emphatic, there is, areἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104
ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67
ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
“ τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμονἐρδόμενον O. 8.77
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35
“ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
“ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 cf. also O. 12.1—2.5 be (situated)τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45
ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. B. 1.6 be, come to passὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170
“χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.497 c. gen.a of origin: be descended (from) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( ἔσσαν byz.: ἦσαν Σ̆{1}, Turyn) O. 9.54b possessive: be of, belong toγνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.318 c. ἐκ, ἀπό.a be, come fromχρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.b be born ofυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18
B part.1 pres. part.a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
οἷος ἐὼν θρέψενποτὲ P. 3.5
Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44
κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100
θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30
ἐὼν καλὸς I. 2.4
θεότιμος ἐών I. 6.13
]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.b where the part. is concessive.σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.c where the part. is conditional.ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39
d followingφαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
cf. P. 4.170e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼν” N. 10.87f subs., n. pl., goods, possessionsοὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
]ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35
m. pl., living ( φάμα)· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.272 fut. part.aἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8
b subs.τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27
C various impersonal usages.a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29
φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.b c. adj., part. & inf.ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33
θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71
φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287
ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32
c = ἔξεστι,c acc. & inf. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν ( ἑὰν codd. Σγρ: ἐὰν Σγρ: ἓ τὰν Boeckh) N. 7.24 οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Böhmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149
ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3. -
20 εἴπερ
1 if in fact c. ind.εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν, μὴ κάμνε λίαν δαπάναις P. 1.90
ὀφείλει δ' ἔτι, πατρίανεἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις, θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.7
εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ fr. 6a. h. concessive, ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντι ὰσἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36
См. также в других словарях:
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek
λίαν — λίᾱν , λίαν very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχην ἔχεις, κάθευδε, μὴ λίαν πόνει. — См. Со счастьем на клад набредешь, без счастья и гриба не найдешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίην — λίαν very epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λι — (I) λῑ (Α) επίρρ. λίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού λίαν (πρβλ. λι πόνηρος «λίαν πονηρός»)]. (II) το μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ίση με το 1/3 τού μιλίου, δηλ. ίση με 536 μέτρα … Dictionary of Greek
BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… … Hofmann J. Lexicon universale
PAEDEROS — herba, quae alias caerefolium sive acanthus, unde paederotinas vestes Veterib. usitatas nomen traxisse nonnulli volunt. Sed herbae illae vim non habent tingendi, nec ullum follô vel flore colorem praeferunt, cuius nomne aut similitudo in vestes… … Hofmann J. Lexicon universale
λην — λήν (Α) [λίαν] (κατά τον Ησύχ.) «λίαν» … Dictionary of Greek
λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ … Dictionary of Greek
λιπόνηρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίαν πονηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λῖ (άλλος τ. τού επιρρ. λίαν) + πονηρός] … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek