-
1 ληζομαι
-
2 λῄζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῄζομαι
-
3 ληΐζομαι
ληΐζομαι, dep. med., aor. ἐληίσω, And. 1, 101, erbeuten, für sich als Beute wegführen, δμωαὶ ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο, Il. 18, 28; Od. 1, 398 u. öfter, wie Hes., der es auch in allgemeiner Bdtg, an sich bringen, gebraucht, ἀπὸ γλώσσης ὄλβον ληΐσσεται, O. 320, vgl. 700; sp. D., wie in Prosa, Her. ϑώρηκα ἐληΐσαντο, 3, 47 u. öfter, auch absolut, ϑηρεύοντες καὶ ληϊζόμενοι, 4, 112; σχολὴ τοῖς πολεμίοις ληΐζεσϑαι, Xen. An. 5, 1, 9, ἐκ τῆς Ἀττικῆς, Hell. 5, 1, 1; ἀλλήλους, Thuc. 1, 5. 115; τὴν Κολχίδα, plündern, Xen. An. 4, 8, 22; Τυῤῥηνῶν ληϊζομένων τὴν ϑάλατταν, D. Sic. 11, 88. – Zsgz. λῄζομαι, ὃς ἐκ δόμων ἐμῶν δάμαρτα – ἐλῄσατο, Eur. Troad. 866; ἑκούσης κοὐ βίᾳ λελῃσμένης, ib. 373, öfter; auch in der Anth. Der aor. pass. bei Ap. Rh. 4, 400. – Adj. verb. s. unten. S. auch λεΐζομαι. – Das act. ληΐ. ζω hat Zon.; auch findet es sich als v. l. des med. bei Thuc. 3, 85. 4, 41.
-
4 ληιζομαι
стяж. λῄζομαι, Anth. λεΐζομαι (impf. ἐληϊζόμην и ἐλῃζόμην, fut. ληΐσ(σ)ομαι, aor. ἐληϊσάμην - эп. ληϊσσάμην и ἐλῃσάμην; pass.: praes. ληΐζομαι, aor. ἐληΐσθην, pf. λέλῃσμαι)1) брать как добычу, брать в плен(δμωάς Hom.)
2) захватывать, похищать(ὄλβον Hes.; θώρηχα Her.; ἐκ δόμων δάμαρτα Eur.)
3) грабить, опустошать(τέν Κολχίδα Xen.)
λ. τέν θάλατταν Diod. — грабить морские суда, пиратствовать -
5 ληΐζομαι
ληΐζομαι, [dialect] Ep.and [dialect] Ion., Hes.Op. 702, Hdt.4.112; [full] λῄζομαι, X.HG 5.1.1, AP9.410 (Tull. Sab.), etc.: also [full] λεΐζομαι, ib.6.169; [dialect] Att. [tense] impf.Aἐλῃζόμην Th.1.24
, etc.: [dialect] Ep. [tense] fut.ληΐσσομαι Od.23.357
: [tense] aor.ἐληϊσάμην Hdt.3.47
, And.1.101; [dialect] Ep.ληΐσσατο Il.18.28
; [dialect] Att. : [tense] pf. in pass. sense λέλῃσμαι, v. infr. 11:—seize, carry off as booty, either men or things, δμῳαὶ ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο Il.l.c., cf. Od.1.398, 23.357, Hdt.3.47, 4.110, al.: ἐκ δόμων δάμαρτα.. ἐλῄσατο E.l.c.;ἐκ τῆς Ἀττικῆς X.HG5.1.1
, etc.: generally, win, acquire,ὄλβον ἀπὸ γλώσσης ληΐσσεται Hes.Op. 322
; οὐ γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληΐζετ' ἄμεινον τῆς ἀγαθῆς ib. 702, cf. Semon.6.2 plunder, despoil, esp. by raids or forays,ἀλλήλους Th.1.5
, cf. 3.85, 5.115, And.1.101, etc.;τὴν Κολχίδα X.An.4.8.23
;τὴν θάλατταν D.S.11.88
, Jul.Or.7.210a: metaph.,λ. τὴν τῶν ζῴων φύσιν Pl.Epin. 976a
.II [voice] Act. ληΐζω occurs in several Mss. of Th.3.85, and all Mss. of Id.4.41:—so in [voice] Pass., to be carried off,ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη E.Med. 256
;γυναικὸς.. οὐ βίᾳ λελῃσμένης Id.Tr. 373
;ληϊσθεῖσα A.R. 4.400
; οὔ τί που λελῄσμεθ' ἐξ ἄντρων λέχος; I have not surely had my wife carried off.., E.Hel. 475; ληϊζόμενος robbed, Luc.Gall.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληΐζομαι
См. также в других словарях:
λήζομαι — (Α) βλ. ληίζομαι … Dictionary of Greek
ληίζομαι — ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι) (ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ. β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ ἤπειρον… … Dictionary of Greek