-
1 ληστικός
-
2 λῃστικός
-
3 λῃστικός
3 τὸ -κόν, piracy, Th.1.4, 13; piratical vessels, Id.2.69.4 Adv. - κῶς in the manner of pirates: [comp] Comp. -κώτερον, πλοῖα λ. παρεσκευας μένα Id.1.10
, cf. 6.104. Cf. λῃστρικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῃστικός
-
4 ληιστικόν
λῃστικόςpiratical: masc acc sgλῃστικόςpiratical: neut nom /voc /acc sg -
5 ληστικά
λῃστικόςpiratical: neut nom /voc /acc plλῃστικά̱, λῃστικόςpiratical: fem nom /voc /acc dualλῃστικά̱, λῃστικόςpiratical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 λῃστικά
λῃστικόςpiratical: neut nom /voc /acc plλῃστικά̱, λῃστικόςpiratical: fem nom /voc /acc dualλῃστικά̱, λῃστικόςpiratical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ληστικώτερον
λῃστικόςpiratical: adverbial compλῃστικόςpiratical: masc acc comp sgλῃστικόςpiratical: neut nom /voc /acc comp sg -
8 λῃστικώτερον
λῃστικόςpiratical: adverbial compλῃστικόςpiratical: masc acc comp sgλῃστικόςpiratical: neut nom /voc /acc comp sg -
9 ληστικών
-
10 λῃστικῶν
-
11 ληστικόν
-
12 λῃστικόν
-
13 ληστικοίς
-
14 λῃστικοῖς
-
15 ληστικού
-
16 λῃστικοῦ
-
17 ληστικώ
-
18 λῃστικῷ
-
19 ληστικώς
-
20 λῃστικῶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… … Dictionary of Greek
λῃστικός — piratical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικά — λῃστικός piratical neut nom/voc/acc pl λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc/acc dual λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικώτερον — λῃστικός piratical adverbial comp λῃστικός piratical masc acc comp sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικῶν — λῃστικός piratical fem gen pl λῃστικός piratical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικοῖς — λῃστικός piratical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικοῦ — λῃστικός piratical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικήν — λῃστικός piratical fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικῶς — λῃστικός piratical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)