-
1 ληστεύηται
-
2 λῃστεύηται
См. также в других словарях:
λῃστεύηται — λῃστεύω practise robbery pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ληστεύηται
2 λῃστεύηται
λῃστεύηται — λῃστεύω practise robbery pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)