Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λᾱό-τροφος

См. также в других словарях:

  • λαοτρόφος — λαοτρόφος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει ή φροντίζει τον λαό 2. φρ. «τιμὰ λαοτρόφος» αξίωμα χρήσιμο στον λαό (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο τρόφος, παιδο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • θηροτρόφος — θηροτρόφος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άγρια ζώα, που έχει άφθονα άγρια ζώα 2. (για πρόσ.) αυτός που τρέφει θηρία, αυτός που συντηρεί άγρια ζώα 3. το θηλ. ἡ θηροτρόφος επίθ. τής Τηθύος (Γης). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τροφος (<… …   Dictionary of Greek

  • Άκα Λαρέντα — (Αcca Larentia). Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του βοσκού Φαυστύλου και τροφός του Ρώμου και του Ρωμύλου, ιδρυτών της Ρώμης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ήταν ερωμένη του Ηρακλή. Τρίτη εκδοχή τη θέλει σύζυγο ενός πλούσιου Ετρούσκου, του Ταρούτιου, την …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»