-
1 λατομικος
-
2 λατομικός
η, ό[ν] карьерный, относящийся к каменоломне -
3 λατομικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατομικός
-
4 λᾱτομικός
λᾱ-τομικός, ή, όν, zum Brechen der Steine gehörig -
5 λατομική
λατομικόςfor quarrying stones: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 λατομικώ
-
7 λατομικῷ
См. также в других словарях:
λατομικός — ή, ό (Α λατομικός, ή, όν) [λατόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο αρχ. κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου … Dictionary of Greek
λατομική — λατομικός for quarrying stones fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατομικῷ — λατομικός for quarrying stones masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)