-
1 λᾱρῑνεύω
-
2 λᾱρῑνεύω
λᾱρῑνεύω, fett machen, mästen
См. также в других словарях:
λαρινευτής — λαρινευτής, οῡ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἁλιεύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρινος + κατάλ. ευτής (πρβλ. ιχν ευτής, τορν ευτής) μέσω ενός αμάρτυρου *λαρινεύω] … Dictionary of Greek