-
1 λᾱγέτης
-
2 λᾱγέτης
λᾱγέτης, ὁ, Volksführer -
3 λαγέτης
λᾱγέτης, λαγέτηςmasc nom sg (doric) -
4 λαγέτα
λᾱγέτᾱ, λαγέτηςmasc nom /voc /acc dual (doric)λᾱγέτα, λαγέτηςmasc voc sg (doric)λᾱγέτᾱ, λαγέτηςmasc gen sg (doric aeolic)λᾱγέτα, λαγέτηςmasc nom sg (epic doric)——————λᾱγέται, λαγέτηςmasc nom /voc pl (doric)λᾱγέτᾱͅ, λαγέτηςmasc dat sg (doric aeolic) -
5 λαγέταν
λᾱγέτᾱν, λαγέτηςmasc acc sg (epic doric aeolic)λᾱγέταν, λαγέτηςmasc acc sg (doric) -
6 λαγέτας
λᾱγέτᾱς, λαγέτηςmasc acc pl (doric)λᾱγέτᾱς, λαγέτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
λαγέτης — λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α) ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω)… … Dictionary of Greek
λαγέτης — λᾱγέτης , λαγέτης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτα — λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) λᾱγέτα , λαγέτης masc voc sg (doric) λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc gen sg (doric aeolic) λᾱγέτα , λαγέτης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέταν — λᾱγέτᾱν , λαγέτης masc acc sg (epic doric aeolic) λᾱγέταν , λαγέτης masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτας — λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc acc pl (doric) λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγέτᾳ — λᾱγέται , λαγέτης masc nom/voc pl (doric) λᾱγέτᾱͅ , λαγέτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)