Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λᾱγέτης

См. также в других словарях:

  • λαγέτης — λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α) ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω)… …   Dictionary of Greek

  • λαγέτης — λᾱγέτης , λαγέτης masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγέτα — λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) λᾱγέτα , λαγέτης masc voc sg (doric) λᾱγέτᾱ , λαγέτης masc gen sg (doric aeolic) λᾱγέτα , λαγέτης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγέταν — λᾱγέτᾱν , λαγέτης masc acc sg (epic doric aeolic) λᾱγέταν , λαγέτης masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγέτας — λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc acc pl (doric) λᾱγέτᾱς , λαγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγέτᾳ — λᾱγέται , λαγέτης masc nom/voc pl (doric) λᾱγέτᾱͅ , λαγέτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»