-
1 λαθι-πορφυρίδες
λαθι-πορφυρίδες, αἱ, Ibyc. bei Ath. IX, 388 e, nach Schweighäuser's Conj. eine Art der πορφυρίς, Vogel.
-
2 λαθιπορφυρίς
A = πορφυρίς, which feeds in the dark, lbyc.8 ( λαθιπόρφυρας and αδοιπορφυριδες codd. Ath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθιπορφυρίς
См. также в других словарях:
λαθιπορφυρίς — λαθιπορφυρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία πτηνού που ζει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + πορφυρίς «πορφυρό ένδυμα είδος πτηνού»] … Dictionary of Greek