-
1 λαγύνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγύνιον
-
2 λαγυνίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγυνίς
-
3 λαγυνίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγυνίων
-
4 λάγηνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάγηνος
См. также в других словарях:
πατερίων — ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) προσαγόρευση σε γηραιά πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατέριον (< πάτερ) + εκφραστικό επίθημα ίων (πρβλ. μαλακ ίων, λαγυν ίων)] … Dictionary of Greek