-
1 λύγω
-
2 λύγῳ
-
3 λυγώ
-
4 λύγωι
λύγῳ, λύγοςagnus castus: fem dat sg -
5 λύγος
A = ἄγνος, agnus castus, Vitex Agnus-castus, withy: in pl., its twigs or withes, τοὺς [the rams]συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Od.9.427
, cf. 10.166, E.Cyc. 225, etc.; inδίδη μόσχοισι λύγοισι Il.11.105
, λύγοισι is the specific word added to the generic μόσχοισι (cf. σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, etc.): in late Prose, Arr.Fr. 153 J.; used for wreaths,στεφανοῦται λύγῳ Anacr.41
; cf. λύγινος.II λυγῶς (sic cod., fort. λυγός) screw-press used by carpenters, Hsch. (but perh. λυγῶ<δε>ς). -
6 λύγος
λύγος, ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben κλάδος u. φιτρός genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες φυτόν, wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), οὐκέτι – πέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος, Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῠταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ λύγος bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ λύγος nach E. M. = σκότος. Vgl. λύγη.
См. также в других словарях:
λυγώ — (I) (Μ λυγῶ, άω) βλ. λυγίζω. (II) (λυγῶ, όω (Α) [λύγος] 1. δένω κάτι στερεά, ενώνω σφιχτά 2. καταβάλλω, δαμάζω … Dictionary of Greek
λυγώ — λυγίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύγῳ — λύγος agnus castus fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγωι — λύγῳ , λύγος agnus castus fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… … Dictionary of Greek
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek
άλυγος — η, ο ο αλύγιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λυγώ] … Dictionary of Greek
κοντολυγώ — άω και κοντολυγίζω 1. (αμτβ.) κάμπτομαι κάπως, λυγίζω, γέρνω λίγο 2. (μτβ.) κάμπτω κάτι λίγο, τό λυγίζω κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + λυγώ] … Dictionary of Greek
λυγώς — λυγῶς (πιθ. λυγός ή λυγῶ < δε>ς) (A) [λύγος] (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον ἐν ᾧ τὰ κολλώμενα ἐμβάλλεται, στρεβλωτήριον ὄργανον» … Dictionary of Greek
λύγημα — το [λυγώ (I)] λύγισμα, κάμψη … Dictionary of Greek
λυγάω — (σπάν. λυγώ), λύγισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: λυγάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι σε ώ και σε – ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής