-
1 λιμνη
дор. λίμνα ἥ1) стоячая вода, болото, тж. водоем или лиман(ἕλη καὴ λίμναι Plat.)
2) озеро(ἥ λ. Γεννησαρέτ NT.)
3) пруд4) мореβένθεσι λίμνης Hom. — в морской пучине
5) морской заливΜηλίδα πὰρ λίμναν Soph. — в Мединском заливе
-
2 Λιμνη
ἡ Лимна ( гимнасий в Трэзене) Eur. -
3 λίμνη
-
4 λίμνη
ἡ λίμνη ['заводь'] озеро, пруд, болото (ср. лиман) -
5 λίμνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λίμνη
-
6 λίμνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λίμνη
-
7 λίμνη
озероλίμνῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λίμνη
-
8 λίμνῃ
озереλίμνηΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λίμνῃ
-
9 λίμνη
озеро.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λίμνη
-
10 λίμνη
болото, озеро -
11 λίμνη
[лимни] ουσ. в. озеро,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίμνη
-
12 λίμνη
[лимни] ουσ θ озеро. -
13 Άνω Λίμνη
η оз. Верхнее -
14 Σκόδρας λίμνη
η Шкодер (Скадарское) озеро -
15 Εκάκιωσεν ο βάτραχος, κι η λίμνη δεν το ξέρει
• Сердилась баба на мир, а мир про то и не зналИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εκάκιωσεν ο βάτραχος, κι η λίμνη δεν το ξέρει
-
16 Βαν
λίμνη η оз. Ван -
17 Ονέγ(κ)α
(λίμνη) η Онежское озеро -
18 Ονέγ(κ)α
(λίμνη) η Онежское озеро -
19 Οντάριο
(λίμνη) η оз. Онтарио -
20 Ουρώνη
λίμνη η оз. Гурон
См. также в других словарях:
λίμνη — pool of standing water fem nom/voc sg (attic epic ionic) λιμνει fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμνῃ — λίμνη pool of standing water fem dat sg (attic epic ionic) λίμνηι , λιμνει fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
Λίμνη — Sp Limnė Ap Λίμνη/Limni L Graikija (Euboja) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λίμνη Μαραθώνος — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 260 μ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Αττικής, κοντά στη λίμνη του Μαραθώνα. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καπανδριτίου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
Λίμνη Δοϊράνις — Sp Doirãno ẽžeras Ap Доjранско Eзеро/Dojransko Ezero makedoniškai Ap Λίμνη Δοϊράνις/Limni Doïranis graikiškai L Makedonijoje ir Š Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λίμνη Κορώνιας — Sp Korònijos ẽžeras Ap Λίμνη Κορώνιας/Limni Koronia L ŠR Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λίμνη — η μεγάλο κοίλωμα του εδάφους που περιέχει γλυκό νερό: Πολλές τεχνητές λίμνες κατασκευάστηκαν για την υδροδότηση μεγάλων πόλεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγίου Βασιλείου, λίμνη — Λίμνη (57 τ. χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι γνωστή και ως λίμνη του ΛαγκαδάΚορώνεια. Βρίσκεται σε ύψος 75 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το μεγαλύτερο βάθος της είναι 8,5 μ. Η… … Dictionary of Greek
Βόλβη, λίμνη — Λίμνη (73 τ. χλμ.) του νομού Θεσσαλονίκης, η δεύτερη σε έκταση της χώρας μας, στην περιοχή μεταξύ των ορέων Βερτίσκου και Βόλβης από Β και Χορτιάτη, Χολομώντα και Στρατονικού από Ν, τα νερά των οποίων συγκεντρώνει. Δέχεται επίσης τα πλεονάζοντα… … Dictionary of Greek
Βουλιαγμένης, λίμνη ή λίμνη Ηραίου — Λίμνη (μήκος 2 χλμ., μέγιστο πλάτος 1 χλμ.) στον νομό Κορινθίας. Στην αρχαιότητα, εκτός από την ονομασία της ως λίμνης Ηραίου, λεγόταν και Γοργώτις και Εσχατιώτις. Έχει μέγιστο βάθος 40 μ. και ενώνεται με τη θάλασσα με διώρυγα πλάτους 6 μ. Η… … Dictionary of Greek