-
1 λήγη
-
2 λήγῃ
-
3 κυματολήγη
κῡμᾰτο-λήγη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυματολήγη
См. также в других словарях:
λήγῃ — λήγω stay pres subj mp 2nd sg λήγω stay pres ind mp 2nd sg λήγω stay pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυματολήγη — Κυματολήγη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + λήγη (< λήγω)] … Dictionary of Greek