-
1 λέμφος
-
2 λεμφος
adj. m сопливый Men. -
3 λέμφος
λέμφοςputrescent carcasses: masc nom sg -
4 λέμφος
λέμφος, ὁ, Schleim, bes. der Nase; daher der den Schnupfen hat, einfältiger Mensch -
5 λέμφος
Grammatical information: m. (n.)Meaning: `mucous discharge from the nostrils' (Lib., Moer., H., Tz.); pl. also `putrescent carcasses' (Phot., Eust.), meton. `simple man' (Men.);Derivatives: λεμφώδης `drivelling' (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Acc. to Prellwitz to MHG slam m., NHG Schlamm, which could be from PGm. * slamba- (= IE * slombho-) - Fur. 160 saw that it is the same word as λά(μ)πη, which shows chracteristic Pre-Greek variations.Page in Frisk: 2,104Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λέμφος
-
6 λέμφος
ο, η лимфа -
7 λέμφος
la limfa -
8 λέμφος
2 λ., οἱ, putrescent carcasses, Phot., Eust.1761.18.II Adj. snotty, drivelling, Men.493, Epit. 344. -
9 λέμφος
лимфаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λέμφος
-
10 λέμφος
akkan, lenf -
11 λέμφος
lymphΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λέμφος
-
12 lymph
λέμφος -
13 λέμφοι
λέμφοςputrescent carcasses: masc nom /voc pl -
14 λέμφου
λέμφοςputrescent carcasses: masc gen sg -
15 λέμφους
λέμφοςputrescent carcasses: masc acc pl -
16 lenf
λέμφος, λεμφικός -
17 лимфа
физиол. η λέμφος, η λύμφη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лимфа
-
18 лимфа
ли́мф||аж физнол. ὁ λέμφος, ἡ λύμ-φη. -
19 лимфа
[λίμφα] ουσ. θ. (βιολ.) λέμφος -
20 лимфа
[λίμφα] ουσ θ (βιολ) λέμφος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λέμφος — putrescent carcasses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
λέμφος — η διάφανο υγρό που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέμφοι — λέμφος putrescent carcasses masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμφου — λέμφος putrescent carcasses masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμφους — λέμφος putrescent carcasses masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
lē̆ b-, lō̆ b-, lāb-, leb- — lē̆ b , lō̆ b , lāb , leb English meaning: to hang down loosely; lip Deutsche Übersetzung: ‘schlaff herabhängen”, also “Lippe” (?) Note: partly with anlaut. s ; besides, but less frequent, often (see in addition lep “peel” am… … Proto-Indo-European etymological dictionary
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… … Dictionary of Greek