-
1 λέγνον
-
2 λέγνον
λέγνονcoloured edging: neut nom /voc /acc sg -
3 λέγνον
λέγνον, τό,2 τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης border of the womb, Hp.Mul.2.144. -
4 λέγνον
-
5 λέγνον
Grammatical information: n. (- νη f.)Meaning: `cloured edging, of a cloth' (Poll., H., sch.), also of the side of the womb (Hp.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No etymology. The connection with Skt. lagati, lagna- (ep.) `stick fast, adhere to' (Prellwitz) is defended by WP. 2, 714 referring to Lat. limbus `edging of cloth' beside Skt. lámbate `hang of, hang on'. - Perh. Pre-Greek.Page in Frisk: 2,94Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λέγνον
-
6 λέγνα
λέγνᾱ, λέγνηfem nom /voc /acc dualλέγνᾱ, λέγνηfem nom /voc sg (doric aeolic)λέγνονcoloured edging: neut nom /voc /acc pl -
7 λογάδες
Grammatical information: pl. f. (sg. Poll. 2, 70)Meaning: `whites of the eye, τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν' (Sophr. 49, Call. Fr. 132, Nic. Th. 292), also = `eyes' (AP 5, 269).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Metaphorical use of λογάδες ( λίθοι) `picked, chosen', i.e. `unworked stones, rolling(?) stones' as opposed to `cut stones' (Paus. 7, 22, 5); cf. also λογάδην `through accidental selection', of stones (Th.), λιθο-λόγος (- έω, - ία) `who works with uncut rolling(?) stones' (opposite λιθο-τόμος, - ουργός); note however the alternative explanation of λογάδας as ' ψήφους λευκάς' in H. Thus(?) Swed. ögon-sten `eye-ball', prop. "eyestone". - Wrong EM 572, 42 (to λοξόομαι, λοξός), Zupitza German. Gutt. 215 (to OE lōcian `look' etc.; WP. 2, 381), Bechtel Dial. 2, 284 (to λέγνον `border'; s. v.). Further s. λέγω; cf. also on λωγάλιοι. - Fur. 363 etc. connects λύγδος `white marble': needs further adstruction.Page in Frisk: 2,132-133Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λογάδες
См. также в других словарях:
λέγνον — λέγνον, τὸ (Α) 1. η έγχρωμη παρυφή τού ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια 2. τα άκρα τής μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι… … Dictionary of Greek
λέγνον — coloured edging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέγνη — λέγνη, ἡ (Α) το λέγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λέγνον] … Dictionary of Greek
λεγνώ — λεγνῶ, όω (Α) [λέγνον] εφοδιάζω ένα ιμάτιο με λέγνον*, με έγχρωμη παρυφή … Dictionary of Greek
λεγνωτός — λεγνωτός, ή, όν (Α) [λέγνον] αυτός που έχει χρωματισμένη παρυφή («λεγνωτὸς χιτών», Καλλ.) … Dictionary of Greek
λεγνώδης — λεγνώδης, ῶδες (AM) [λέγνον] λεγνωτός* … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
περιλεγνής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) (για ένδυμα) αυτός που έχει πολύχρωμη παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέγνον / λέγνη «έγχρωμη παρυφή ιματίου» (πρβλ. και τη γλώσσα τού Ησύχ. λεγνώδεις ποικίλας)] … Dictionary of Greek
σαπρολεγνία — και σαπρολέγνια, η, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στην οικογένεια σαπρολεγνίδες, τής οποίας είναι αντιπροσωπευτικό, τής τάξης σαπρολεγνιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saprolegnia (< σαπρός + λέγνον «έγχρωμη παρυφή ιματίου»)] … Dictionary of Greek
φοινικόλεγνος — ον, ΜΑ (ως προσωνυμία τού πτηνού πηνέλοψ*) αυτός που έχει πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), φοίνικος «το πορφυρό χρώμα» + λεγνος (< λέγνον «παρυφή υφάσματος»)] … Dictionary of Greek
λέγνα — λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc/acc dual λέγνᾱ , λέγνη fem nom/voc sg (doric aeolic) λέγνον coloured edging neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)