Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λά-ιγγες

См. также в других словарях:

  • όστλιγξ — ὄστλιγξ, ιγγος, ὁ (Α) 1. μαλλιά, ιδίως κατσαρά 2. πλεξούδα, βόστρυχος 3. καθετί που είναι συνεστραμμένο, όπως, λ.χ., η έλικα τών αναρριχητικών φυτών, η φλόγα που κινείται ελικοειδώς, τα πλοκάμια τών μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το αρκτικό… …   Dictionary of Greek

  • εὐλάιγγες — εὐλά̱ιγγες , εὐλᾶιγξ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάιγγες — λά̱ϊγγες , λᾶιγξ small stone fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • lēu-2 : lǝu- —     lēu 2 : lǝu     English meaning: stone     Deutsche Übersetzung: ‘stein”     Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»