Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λάτριος

См. также в других словарях:

  • λάτριος — λάτριος, ία, ον (Α) [λάτρις] αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε υπηρεσία, σε δουλεία («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • λάτριος — of a servant masc nom sg λάτρις hired servant fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάτριον — λάτριος of a servant masc acc sg λάτριος of a servant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρίῳ — λάτριος of a servant masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάτρια — λάτριος of a servant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρίαν — λατρίᾱν , λάτριος of a servant fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»