Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λάκτισμα

См. также в других словарях:

  • λάκτισμα — a kick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκτισμα — το (Α λάκτισμα) [λακτίζω] χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά νεοελλ. 1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα 2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα 3.… …   Dictionary of Greek

  • λάκτισμα — το, ατος η κλοτσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λακτισμάτων — λάκτισμα a kick neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστῶν — λάκτισμα a kick masc gen pl λακτιστής one who kicks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσμασι — λάκτισμα a kick neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσμασιν — λάκτισμα a kick neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσματα — λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσματι — λάκτισμα a kick neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσματος — λάκτισμα a kick neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσμαθ' — λακτίσματα , λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc pl λακτίσματι , λάκτισμα a kick neut dat sg λακτίσματε , λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»