-
1 λύνω
(αόρ. έλυσα) μετ.1) развязывать, отвязывать, освобождать; ослаблять (верёвку и т. п.);λύν τον επίδεσμο — разбинтовывать;
λύνω τίς πλεξούδες — распускать косы;
2) перен. расслаблять (мышцы и т. п.);3) разбирать на части (механизм и т. п.); 4) решать (задачу и т. п.); разгадывать (загадку и т. п.); 5) разрешать, урегулировать; 6) прекращать;λύνω την σιωπή — нарушать молчание;
λύνω την πολιορκία — снимать осаду;
λύνω την απεργία πείνας — прекращать голодовку;
λύνω τη συνεδρίαση — закрывать собрание;
7) расторгать, аннулировать, отменять;§ εξουσία τού δεσμείν και λύειν полная свобода действий; του λύσανε τον αφαλό στο ξύλο его сильно избили;1) — быть парализованным, отняться;λύνομαι
λυθήκανε τα γόνατα μου από το φόβο от страха у меня отнялись ноги;2) не действовать, не функционировать (об организации и т. п.); 3) разбинтовываться; 4) гнить, разлагаться; § λύθηκα στα γέλια я хохотал до упаду; λύθηκε η γλώσσα του у него язык развязался, он заговорил;μου λύνεται ο αφαλός απ' τα γέλια — покатываться, умирать со смеху
-
2 λύνω
[лино] р. развязывать, отвязывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λύνω
-
3 λύνω
[лино] ρ развязывать, отвязывать. -
4 λύνω
resoldre -
5 λύνω
çözmek -
6 λύνω
1) resolve2) solveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λύνω
-
7 solve
λύνω -
8 решить
-щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.1. αποφασίζω•он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.
2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.
3. λύνω•решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•
решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•
решить уравнение λύνω την εξίσωση•
решить загадку λύνω το αίνιγμα•
решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.
4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.5. τελειώνω, περατώνω.6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.εκφρ.решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•- шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.
3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•решить жизни πεθαίνω.
-
9 развязать
-вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. λύνω, αποσυνδέω, ξεδένω•развязать узел λύνω τον κόμπο.
2. μτφ. απαλλάσσω, ελευθερώνω, λυτρώνω. || μτφ. αποδεσμεύω, απελευτερώνω.εκφρ.развязать войну – εξαπολύω (ανάβω) τον πόλεμο•развязать руки – λύνω τα χέρια (είμαι ελεύθερος να πράξω όπως θέλω)•развязать язык – α) λύνω το γλωσσοδέτη, β) λύνω τη σιωπή.1. λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεδένομαι•у вас -лся галстук σας λύθηκε η γραβάτα•
мешок -лся το τσουβάλι λύθηκε.
2. μτφ. απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι• λυτρώνομαι.3. μτφ. ξεθαρεύω, αναθαρεύω, παίρνω θάρρος.εκφρ.язык -лся – λύθηκε ο γλωσσοδέτης• λύθηκε η σιωπή. -
10 отвязать
-яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.αποσυνδέω, ξεδένω, λύνω•отвязать вервку λύνω την τριχιά•
отвязать узел λύνω τον κόμπο.
|| αποδε-δεσμεύω, απολύω•отвязать собаку λύνω το σκυλί.
(1ο κ. 2ο πρόσ. δεν έχει)αποσυνδέομαι, λύνομαι. || απαλλάσσομαι• γλυτώνω•насилу -лся от него τρόμαξα ν' απαλλαγώ απ αυτόν•
да отвяжитесь от меня μη μου γίνεστε φόρτωμα, ξεφοτωθήτε από μένα.
-
11 разрешить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о1. ρ.σ.μ.επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•
разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.
2. λύνω, δίνω λύση•разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•
разрешить спор λύνω τη διαφορά.
|| διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.
|| απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.
3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•-йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.
4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•разрешить молчание λύω τη σιωπή.
1. λύνομαι•вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.
|| διαλύομαι•сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.
2. περατώνομαι, τελειώνω•дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.
|| τερματίζομαι, καταλήγω•болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.4. γεννώ, λευτερώνομαι•ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).
|| δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες). -
12 перерешать
1. (решать по-другому, иначе) λύνω αλλιώς, λύνω διαφορετικά (το πρόβλημα) 2. (решать всё, многое) λύνω όλα/τα πάντα ή πολλά (τα προβλήματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерешать
-
13 отвязать
-
14 развязать
-
15 разгадать
разгадать, разгадывать μαντεύω* \разгадать загадку λύνω το αίνιγμα* * *= разгадыватьразгада́ть зага́дку — λύνω το αίνιγμα
-
16 распаковать
распаковать, распаковывать ανοίγω ( τα δέματα); \распаковать вещи λύνω τα πράγματα* * *= распаковыватьανοίγω (τα δέματα)распакова́ть ве́щи — λύνω τα πράγματα
-
17 отвязать
отвязатьсов, отвязывать несов λύω, λύνω, ἀπολύω, ξεδένω:\отвязать собаку λύνω τόν σκύλο. -
18 развязывать
развязыватьнесов1. (что-л.) λύ(ν)ω, ζετυλίγω, ξεδένω:\развязывать ленту λύνω τήν κορδέλλα· \развязывать пакет ζετυλίγω τό δέμα·2. (освобождать) ἐλευθερώνω:\развязывать ру́ки кому́-л. прям., перен λύνω τα χέρια κάποιου· ◊ \развязывать войну́ ἐξαπολύω πόλεμο· \развязывать язык λύ(ν)ω τήν γλώσσα \развязываться1. λύομαι, ξεδένομαι·2. перен (освобождаться от кого-л., чего-л.) разг ἐλευθερώνομαι· ◊ у него язык развязался разг λύθηκε ἡ γλώσσα του. -
19 разрешать
разреш||атьнесов1. (позволять) ἐπιτρέπω, δίνω ἄδεια·2. (проблему и т. п.) λύνω, λύω, δίνω λύση, διευθετώ:\разрешать спор λύνω διαφορά. -
20 распускать
распускатьнесов, распустить сов1. (собрание и т. п.) διαλύω, ἀπολύω:\распускать на каникулы ἀπολύω γιά τίς διακοπές· \распускать парламент διαλύω τήν βουλή·2. (расправлять, развязывать, ослаблять) ξεσ-φίγγω, χαλαρώνω, λύνω / ξεδιπλώνω, ἀνοίγω (расправлять \распускать паруса, знамена и т. п.):\распускать косы λύνω τίς πλεξοδδες· \распускать ремень ξεσφίγγω τό λουρί, χαλαρώνω τή ζώνη·3. (ослаблять дисциплину) χαλαρώνω τήν πειθαρχία·4. (растворять) διαλύω·5. (распространять) διαδίδω:\распускать слу́хи διαδίδω φήμες'6. (вязаные изделия) ξηλώνω, ξεπλεκω· ◊ \распускать нюни разг μοξοκλαίω, ψευτοκλαίω.
См. также в других словарях:
λύνω — λύνω, έλυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
λύνω — έλυσα, λύθηκα, λυμένος 1. αφαιρώ ή χαλαρώνω δέσιμο: Έλυσα τα κορδόνια των παπουτσιών. 2. ελευθερώνω κάποιον από τα δεσμά του: Ο σκύλος όρμησε στον άγνωστο γιατί ήταν λυμένος. 3. διαλύω: Έλυσα το όπλο. 4. βρίσκω το ζητούμενο ενός προβλήματος, μιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελύνω — λύνω, ελευθερώνω κάτι που είναι δεμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ λύω (αόρ. ἐξ έλυσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
ξεμαγεύω — λύνω τα μάγια … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ … Dictionary of Greek
Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция … Википедия
εκλύω — (AM ἐκλύω) 1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τόν κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο 2. χαλαρώνω, εξασθενίζω 3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά νεοελλ. μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον αρχ. μσν … Dictionary of Greek
λύσιμο — το [λύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λύνω, η λύση («τα κορδόνια θέλουν λύσιμο») … Dictionary of Greek