Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λόχων

См. также в других словарях:

  • λοχῶν — λοχάω lie in wait for pres part act masc voc sg λοχάω lie in wait for pres part act neut nom/voc/acc sg λοχάω lie in wait for pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λοχάω lie in wait for pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχων — λόχος ambush masc gen pl λοχάω lie in wait for imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λοχάω lie in wait for imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάχωροι — διάχωροι, οι (AM) 1. «διαστήματα λόχων», κατά τον Ησύχιο 2. αυτοί που διαχωρίζονται …   Dictionary of Greek

  • μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… …   Dictionary of Greek

  • οκταλοχία — ὀκταλοχία, ἡ (Α) στρατιωτική δύναμη οκτώ λόχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + λόχος (πρβλ. δι λοχία)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτολοχία — ἡ, Α (για παράταξη στρατού ή στόλου) η πρώτη γραμμή τών λόχων από κέρας σε κέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λοχία (< λόχος < λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • τετράρχης — ο, ΝΜΑ 1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών 2. (στη Ρώμη) α) διοικητής τού ενός τετάρτου μιας επαρχίας β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές… …   Dictionary of Greek

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՐԱՆԱՄՈՒՏ — (մտի, ից.) NBH 1 0603 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. ἑνεδρεύων, ἕνεδρον, λοχῶν ἑνέδρα insidiator, insidiae Որ ի դարան մտեալ է կամ մտանէ. դարանակալ. *Կացուսցես քեզ դարանամուտս քաղաքին նորա: Յուսացեալ էին ի դարանամոտսն՝ որ էին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τετραρχία — η 1. (στους αρχαίους Έλληνες), στρατιωτική διοίκηση τεσσάρων λόχων. 2. πολιτική διοίκηση τεσσάρων επαρχιών από τον τετράρχη. 3. (στους Ρωμαίους), διοίκηση του 1/4 μιας επαρχίας. 4. (στην Καινή Διαθήκη), πολιτική διοίκηση χώρας υποτελούς στη Ρώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφοδότηση — η 1. τροφοδοσία (βλ. λ.): Τροφοδότηση των λόχων. 2. μτφ., η παροχή των αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση ή λειτουργία μηχανήματος: Τροφοδότηση ατμομηχανής. 3. δανεισμός χρημάτων για τη συντήρηση ή επέκταση επιχείρησης: Τροφοδότηση του εργοστασίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»