-
1 ποιμήν
ποιμήν, ένος, ὁ (mit πατέομαι, pasco, πόα zusammenhangendj, der Hirt, insbesondere der Schäfer; Hom. u. Hes.; als Ggstz von ἄναξ Od. 4, 87; übh. Lenker, Gebieter der Menschen, bes. ποιμὴν λαῶν, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Fürsten, Hirt der Leute; ναῶν ποιμένες, Aesch. Suppl. 748, der es auch vom Sturme gebraucht, »der Treiber«, Ag. 643; ὄχων, Eur. Suppl. 696; λόχων, Valck. Phoen. 1146; Soph. Ai. 353, von Fürsten, wo der Schol. es durch ποιμαίνων, ϑάλπων erklären will. In Prosa herrscht die eigtl. Bdtg vor, ποιμὴν καὶ βουκόλος, Plat. Legg. V, 735 a; Polit. 275 b; τῶν ἀρχόντων ὥςπερ ποιμένων πόλεως, Rep. IV, 440 d; Plut. u. a. Sp.
-
2 συν-ωρίς
συν-ωρίς, ίδος, ἡ, sehr oft in der att. Form ξυνωρίς, ein Zweigespann, von Pferden, Ar. Nubb. 1284 u. sonst; übh. das Paar, Soph. Ag. 629; τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα, O. C. 899, wie Eur. Phoen. 1092; λόχων, 451; ϑεσπεσίη, Agath. 40 ( Plan. 41); ξυνωρίδι ἢ ζεύγει, Plat. Crit. 36 d; ἡμῶν ὁ ἄρχων συνωρίδος ἡνιοχεῖ, Phaedr. 246 b; ἐλεφάντων, Pol. 31, 3, 11 u. sonst; πωλική, Luc. Tim. 50. – Auch das Verbindende, die Fessel, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, Aesch. Ch. 976.
-
3 βωμο-λόχος
βωμο-λόχος, ὁ, nach VLL. ὁ λοχῶν καὶ κρυφίως ὑποκαϑήμενος περὶ τοὺς βωμοὺς ἐπὶ τῷ ἁρπάζειν τὰ ἐπιτιϑέμενα ϑύματα, = οἱ ἐπὶ τοῖς βωμοῖς λοχῶντες, ὅ ἐστι καϑεζόμενοι, καὶ μετὰ κολακείας προςαιτοῦντες, also an den Altären lauernd, um vom Opfer od. von den Opfernden etwas zu erlangen, zu betteln, Lumpengesindel, Bettlerpack; καὶ ἀγοραῖοι Luc. merc. cond. 24. Bes. von denen, die durch Schmeichelei od. Possenreißen eine Mahlzeit zu erhaschen suchen, Possenreißer, Arist. Eth. 2, 7. 4, 14; Speichellecker, Ar. Equ. 1355 Ran. 1083; so auch ἔπη 358; vgl. βωμολόχον τι ἔξευρε, ersinne einen Kniff, Equ. 1190; übh. von ränkevollen Menschen, neben ἀναίσχυντος καὶ πατραλοίας Nubb. 900; πανοῦργος καὶ ψευδολόγος Ran. 1517; so bei Sp.
См. также в других словарях:
λοχῶν — λοχάω lie in wait for pres part act masc voc sg λοχάω lie in wait for pres part act neut nom/voc/acc sg λοχάω lie in wait for pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λοχάω lie in wait for pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχων — λόχος ambush masc gen pl λοχάω lie in wait for imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λοχάω lie in wait for imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάχωροι — διάχωροι, οι (AM) 1. «διαστήματα λόχων», κατά τον Ησύχιο 2. αυτοί που διαχωρίζονται … Dictionary of Greek
μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… … Dictionary of Greek
οκταλοχία — ὀκταλοχία, ἡ (Α) στρατιωτική δύναμη οκτώ λόχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + λόχος (πρβλ. δι λοχία)] … Dictionary of Greek
πρωτολοχία — ἡ, Α (για παράταξη στρατού ή στόλου) η πρώτη γραμμή τών λόχων από κέρας σε κέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λοχία (< λόχος < λόχος)] … Dictionary of Greek
τετράρχης — ο, ΝΜΑ 1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών 2. (στη Ρώμη) α) διοικητής τού ενός τετάρτου μιας επαρχίας β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές… … Dictionary of Greek
τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… … Dictionary of Greek
ԴԱՐԱՆԱՄՈՒՏ — (մտի, ից.) NBH 1 0603 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. ἑνεδρεύων, ἕνεδρον, λοχῶν ἑνέδρα insidiator, insidiae Որ ի դարան մտեալ է կամ մտանէ. դարանակալ. *Կացուսցես քեզ դարանամուտս քաղաքին նորա: Յուսացեալ էին ի դարանամոտսն՝ որ էին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τετραρχία — η 1. (στους αρχαίους Έλληνες), στρατιωτική διοίκηση τεσσάρων λόχων. 2. πολιτική διοίκηση τεσσάρων επαρχιών από τον τετράρχη. 3. (στους Ρωμαίους), διοίκηση του 1/4 μιας επαρχίας. 4. (στην Καινή Διαθήκη), πολιτική διοίκηση χώρας υποτελούς στη Ρώμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφοδότηση — η 1. τροφοδοσία (βλ. λ.): Τροφοδότηση των λόχων. 2. μτφ., η παροχή των αναγκαίων υλικών για τη συντήρηση ή λειτουργία μηχανήματος: Τροφοδότηση ατμομηχανής. 3. δανεισμός χρημάτων για τη συντήρηση ή επέκταση επιχείρησης: Τροφοδότηση του εργοστασίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)