-
1 рота
-ы θ.λόχος•стрелковая рота λόχος πεζικού•
пулемтная рота λόχος πολυβόλων•
сапрная рота λόχος μηχανικού•
рота моторизованной Πθ•
рота хоты λόχος μηχανοκίνητου πεζικού.
εκφρ.арестантские -ы – παλ. εργατικοί λόχοι φυλακισμένων. -
2 рота
-
3 рота
ротаж ὁ λόχος:стрелковая \рота ὁ λόχος '«.(ο)υφεκιοφόρων. -
4 маршевый
маршев||ыйприл воен. τής ἐνίσχυσης, ἐπικουρικός:\маршевыйая ро́та ὁ λόχος ἐνίσχυσης. -
5 рота
[ρότα] ουσ. θ. λόχος -
6 рота
[ρότα] ουσ θ λόχος -
7 дружина
-ы θ.1. παλ. φρουρά, ντρουζίνα• στρατιωτικό τμήμα.2. τμήμα, απόσπασμα•пожирная дружина πυροσβεστικό τμήμα ή λόχος•
пионерская дружина πιονέρικο τμήμα ή ομάδα•
санитарная дружина υγειονομικό τμήμα.
-
8 маршевый
επ.1. του βήματος, του βηματισμού•маршевый ритм ο ρυθμός του βήματος•
маршевый порядок строя σύνταξη για βηματισμό.
2. εφεδρικός•-ая рота λόχος εφέδρων.
-
9 пионерный
επ. παλ. των σκαπανέων•-ая рота λόχος μηχανικού ή σκαπανέων.
-
10 пожарный
επ.πυροσβεστικός• της πυρκαγιάς•-ая команда πυροσβεστικός λόχος•
пожарный шланг ο πυροσβεστικός υδροσωλήνας (μάνικα)•
пожарный насос πυροσβεστική αντλία•
-ое депо πυροσβεστικός σταθμός•
пожарный дым ο καπνός της πυρκαγιάς;
ουσ. πυροσβέστης.εκφρ.в -ом порядке – βεβιασμένα, εσπευσμένα•на всякий пожарный случай – για κάθε ενδεχόμενο, για ώρα ανάγκης, για καλό και για κακό. -
11 полурота
-ы θ.μισός λόχος. -
12 понтонный
-
13 продержать
ρ.σ.μ.1. κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)•полчаса он -ал ребнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέρια•
его -ли два месяца в больнице τον κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο.
2. διατηρώ•она -ла письмо три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες.
κρατιέμαι•несколько минут он -лся на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι•
рота -лась до прибытия подкрепления ο λόχος κράτησε ώσπου να έρθει ενίσχυση.
|| διατηρούμαι•краска -лась ещё долго το χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο).
|| παραμένω•корабль -лся на воде только час το καράβι παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα.
-
14 самокатный
επ. (στρατ. παλ.) ποδηλατικός•-ая рота λόχος ποδηλατιστών.
επ.κατακυλιστικός, κατρακυλιστ ικός. -
15 стрелковый
επ.του πεζικού•-ая рота λόχος πεζικού, σκοπευτικός•
-ая подготовка προετοιμασία σκόπευσης•
-ые соревнования οι σκοπευτικοί αγώνες.
См. также в других словарях:
λοχός — λοχός, ἡ (Α) λεχώνα («Ἀριστολοχία, ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῡ δοκεῑν ἄριστα βοηθεῑν ταῑς λοχοῑς», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λόχος με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] … Dictionary of Greek
λοχός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχος — ambush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
λόχος — ο στρατιωτική μονάδα του πεζικού, τμήμα του τάγματος που το διοικεί λοχαγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… … Dictionary of Greek
Αιδώλιος λόχος — Ένας από τους λόχους που αποτελούσαν τον στρατό της αρχαίας Σπάρτης … Dictionary of Greek
Лох войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая ¼ моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 человек, следовательно, Л. имел от 100 до 200 человек. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Лох, войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая 1/4 моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 чел., след., Л. имел от 100 до 200 чел. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι. Начальником Л … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λόχω — λόχος ambush masc nom/voc/acc dual λόχος ambush masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχέ — λοχός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)