-
1 λοχμη
ἥ1) заросли, чаща(πυκινή Hom.)
2) логовоοὐ γὰρ ἄν ποτε τρέφειν δύναιτ΄ ἂν μία λ. κλέιπτα δύο погов. Arph. — одному дому не прокормить двух воров
3) густые волосы(λόχμην πολλέν φορεῖν Arph.)
-
2 λόχμη
η заросли, лесная чаща, лесные дебри
См. также в других словарях:
λόχμη — thicket fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμῃ — λόχμη thicket fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… … Dictionary of Greek
λόχμη — η πυκνό μέρος του δάσους από θάμνους, όπου κρύβονται άγρια ζώα ή θηράματα: Ο λαγός τρόμαξε και φώλιασε στη λόχμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόχμαι — λόχμη thicket fem nom/voc pl λόχμᾱͅ , λόχμη thicket fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμαις — λόχμη thicket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμαισι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμην — λόχμη thicket fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμης — λόχμη thicket fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμῃσι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχμαίος — λοχμαῑος, αία, ον (Α) [λόχμη] αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῡσα λοχμαία» το αηδόνι, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek