-
1 πυρσό-λοφοι
πυρσό-λοφοι, οἱ, Riemen aus am Feuer getrocknetem Leder, Antimach. in VLL.
-
2 δοχμό-λοφοι
δοχμό-λοφοι, ἄνδρες Aesch. Spt. 109, mit schrägem, sich auf die Seite neigendem Helmbusch, Schol. ἐν γὰρ τῇ κινήσει συμβαίνει πλαγιάζεσϑαι τοὺς λόφους. Die v. l. δοχμόλοχος u. δοχμόλοχμος sind schlecht.
-
3 ἀργί-λοφοι
ἀργί-λοφοι, Hesych., für ἀργέλοφοι.
-
4 περι-κλάω
περι-κλάω (s. κλάω), umbrechen, Plut. Sull. 12; umbiegen, bes. das Heer im Bogen herumführen, περιέκλα τὴν δύναμιν ἐπὶ δόρυ, Pol. 11, 12, 4, vgl. 11, 23, 2; – τόποι περικεκλασμένοι, 12, 20, 6, unterbrochener, unebener Boden, ein coupirtes Terrain; vgl. λόφοι περικ., 18, 5, 9; auch πόλεις περικεκλασμέναι, 9, 21, 7, die auf solchem Boden liegen; – im med. = sich wonach umbiegen u. hinneigen, Plut. plac. phil. 1, 4.
-
5 κάλλαια
-
6 λευκ-ανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανϑίζοντα ἴδωνται, τοῠτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανϑίζοντες ὀφϑαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
-
7 ἐπι-κλινής
ἐπι-κλινής, ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρϑός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.
-
8 δοχμόλοφοι
δοχμό-λοφοι, mit schrägem, sich auf die Seite neigendem Helmbusch -
9 λευκανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee -
10 πυρσόλοφοι
πυρσό-λοφοι, οἱ, Riemen aus am Feuer getrocknetem Leder
См. также в других словарях:
Λόφοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 445 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 23 χλμ. Α της πόλης της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελίτης. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Ζαμπύρδανη … Dictionary of Greek
λόφοι — λόφος back of the neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπερκσάιρ, λόφοι — (Berkshire Hills). Λόφοι των Απαλαχίων των ΗΠΑ. Με το όνομα αυτό αναφέρονται διάφοροι λόφοι και σε άλλες περιοχές. Οι λόφοι αυτοί είναι κατάφυτοι με δασικά δέντρα και έχουν στο ενδιάμεσο τους πολυάριθμες μικρές λίμνες. Πολλοί από αυτούς έχουν… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
τήβαι — αἱ, Α (βοιωτ. τ.) λόφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αναφέρεται στον λατ. τ. tebae (χωρίς αρκτικό δασύ φθόγγο) από τον Ρωμαίο συγγραφέα Βάρρωνα στην ετυμολογία τής λ. θῆβαι ως βοιωτ. τ. με σημ. «λόφοι»] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek