-
1 λόξας
ο чудак -
2 λοξάς
λοξά̱ς, λοξόςslanting: fem acc pl -
3 λοξίας
ο1) клёст (птица); 2) см. λόξας
См. также в других словарях:
Λόξας — Ονομασία, κατά την αρχαιότητα, του ποταμού Νέιρν της Σκοτίας, η οποία απαντά σε παλαιά συγγράμματα. Ο Λ. εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό … Dictionary of Greek
λοξάς — λοξά̱ς , λοξός slanting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek