-
101 δισσο-λόγος
δισσο-λόγος, mit doppelter Sprache, Man. 5, 291.
-
102 δευτερο-λόγος
δευτερο-λόγος, ὁ, der zweite Schauspieler, zweite Redner, Tsles bei Stob. flor. 5, 67.
-
103 δειπνο-λόγος
δειπνο-λόγος, vom Gastmahl redend, Ath. I, 29 a.
-
104 δεκατη-λόγος
δεκατη-λόγος, ὁ, der Zolleinnehmer, Dem. 23, 177.
-
105 δικαιο-λόγος
δικαιο-λόγος, seine Gerechtsame vortragend u. vertheidigend, Arcad. p. 89, 19.
-
106 δεινο-λόγος
δεινο-λόγος, übertreibend, VLL.
-
107 δικο-λόγος
δικο-λόγος, ὁ, Gerichtsdiener, Sachwalter; Plut. Lucull. 1 u. öfter.
-
108 δεκά-λογος
δεκά-λογος, ὁ, die zehn Gebote, K. S.
-
109 διά-λογος
διά-λογος, ὁ, Unterredung, Gespräch, Plat. u. Folgde, bes. über wissenschaftliche Gegenstände; αὐτῆς πρὸς ἑαυτὴν ψυχῆς δ. Soph. 264 a.
-
110 δημο-λόγος
δημο-λόγος, ὁ, Volksredner, Synes.
-
111 δοξο-λόγος
δοξο-λόγος, rühmend, Sp., wie Clem. AI.
-
112 δί-λογος
-
113 μοιρο-λόγος
μοιρο-λόγος, Schicksal verkündigend, Sp.
-
114 μονο-λόγος
μονο-λόγος, allein, mit sich selbst sprechend, Sp.
-
115 θρασύ-λογος
θρασύ-λογος, keck redend, E. M. 133, 42.
-
116 λαχανη-λόγος
λαχανη-λόγος, Gemüse, Gartengewächse einsammelnd, einerntend, Leon. Tar. (IX 318).
-
117 λεπτο-λόγος
λεπτο-λόγος, fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 ( App. 70); Philostr.
-
118 θεσφατη-λόγος
θεσφατη-λόγος, = ϑεσπιῳδός, weissagend, Aesch. Ag. 1416.
-
119 λειψανη-λόγος
λειψανη-λόγος, Ueberbleibsel aufsammelnd, πτωκὸς πόδες Philp. 16 (VI, 92).
-
120 θεο-λόγος
См. также в других словарях:
Λόγος — (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
λόγος — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с … Википедия
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
Λόγος ενδιάθετος — (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С … Философская энциклопедия
Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)