-
61 κρῑθο-λόγος
κρῑθο-λόγος, Gerste sammelnd; nach Plut. qu. graec. 6 bei den Opuntiern ein Aufseher für die Opfer, der die heilige Gerste besorgen mußte.
-
62 καρπο-λόγος
καρπο-λόγος, Früchte sammelnd, lesend, der Ernter, Polyaen. 3, 10, 9.
-
63 γαστρο-λόγος
γαστρο-λόγος, von der Pflege des Bauches sprechend?
-
64 κατά-λογος
κατά-λογος, ὁ, die Aufzählung, bes. Liste, Verzeichniß zu einem gewissen Zweck auserlesener Personen, bes. zum Kriegsdienst; οἱ ἐκ τοῦ καταλόγου, die zum Kriegsdienst verzeichnete Mannschaft, Thuc. 7, 16. 20 u. öfter; οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ ὁπλῖται Xen. Hell. 2, 4, 9, οἱ ὑπὲρ τὸν κατάλογον, die über das dienstpflichtige Alter hinaus sind, Dem. 13, 4, im Ggstz von τοὺς ἐν ἡλικίᾳ; ἐκ καταλόγου στρατευόμενος κατατέτριμμαι, von dem kriegspflichtigen Alter an Dienste thuend, Xen. Hem. 3, 4, 1; καταλόγους ποιεῖσϑαι, Soldaten ausheben, Thuc. 6, 26; τὸ πεζὸν καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριϑέν 6, 31; ἐξαλείφειν ἐκ τοῦ καταλόγου, aus der Liste ausstreichen, Xen. Hell. 2, 3, 51. Uebh. Verzeichniß, Plat. Theaet. 175 a Legg. XII, 968 e, Liste für die Liturgien u. Staatsämter u. dgl.; auch heißt ein Theil des zweiten Buches der Il. κατάλογος νεῶν.
-
65 γνωμο-λόγος
γνωμο-λόγος, in Denksprüchen redend?
-
66 γενεσια-λόγος
γενεσια-λόγος, = γενεϑλιαλόγος, Artemid. 2, 69.
-
67 γενεθλια-λόγος
γενεθλια-λόγος, ὁ, Nativitätssteller, Sterndeuter, Hierocl. in Phot. bibl. p. 172 u. a. Sp.
-
68 γενεθλιο-λόγος
γενεθλιο-λόγος, = γενεϑλιαλόγος, Hesych. Ebenso - λογία.
-
69 γενεᾱ-λόγος
γενεᾱ-λόγος, ὁ, der ein Geschlechtsregister verfertigt, Dion. Hal. 1, 13.
-
70 κιναιδο-λόγος
κιναιδο-λόγος, von unzüchtigen Dingen sprechend; D. L. 4, 40; Ath. XIV, 620 f u. öfter.
-
71 κινναμο-λόγος
κινναμο-λόγος, ὁ, der Zimmtiefer, ein indischer Vogel, der sein Nest aus Zimmtreifern bau't und auch κιννάμωμος hieß, Arist. H. A. 9, 13; Ael. H. A. 2, 34. 17, 21; vgl. Her. 3, 111.
-
72 κενο-λόγος
κενο-λόγος, leeres Geschwätz vorbringend.
-
73 καινο-λόγος
καινο-λόγος, auf neue, ungewöhnliche Weise redend, Eust. 1801, 27.
-
74 κακο-λόγος
κακο-λόγος, übel redend, schmähend od. verläumdend; Pind. P. 11, 28; Com. in B. A. 353; Ggstz von ἐπαινετικός, Arist. Eth. 4, 3. – Adv., Poll. 8, 81.
-
75 κοπρο-λόγος
κοπρο-λόγος, Mist, Dünger sammelnd, Ar. Pax 9 Vesp. 1184. – Auch = κοπρίας, Harpocr., der unfläthige Reden führt.
-
76 κηπο-λόγος
κηπο-λόγος, im Garten lehrend, Epikur, Phani. 6 (VI, 307).
-
77 κουφο-λόγος
κουφο-λόγος, leichtsinnig schwatzend, unbedachtsam hinredend; Poll. 6, 119; Philostr.
-
78 γλυκυ-λόγος
γλυκυ-λόγος, Erkl. von ἡδυλόγος, Schol. Eur Hec. 129.
-
79 κομψο-λόγος
κομψο-λόγος, sein u. witzig redend, Sp.; ἰατρός, ein Charlatan, Aesop. 192.
-
80 κνῑπο-λόγος
κνῑπο-λόγος, ὁ, ein Vogel, der Specht, od. Baumläufer, der Insekten sucht, Arist. H. A. 8, 3.
См. также в других словарях:
Λόγος — (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
λόγος — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с … Википедия
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
Λόγος ενδιάθετος — (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С … Философская энциклопедия
Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)