-
41 πλαστο-λόγος
πλαστο-λόγος, Erdichtetes redend, lügend, ὁ πλαστολόγος, der Lügner.
-
42 πλατυ-λόγος
πλατυ-λόγος, breit, weitläuftig redend (?).
-
43 ποιη-λόγος
ποιη-λόγος, p. = ποιολόγος.
-
44 ποιο-λόγος
ποιο-λόγος, Gras, Kraut lesend, sammelnd, fressend, Arist. bei Ath. IX, 397 b.
-
45 πολυ-λόγος
πολυ-λόγος, 1) viel redend, geschwätzig; Plat. Legg. I, 641 e; compar., Xen. Cyr. 1, 4, 3; Folgde, auch adv. πολυλόγως, Poll. 4, 24 verworfen. – 2) mit verändertem Tone, πολύλογος, wovon viel gesprochen wird od. werden muß, Dionys. Areop.
-
46 σπερματο-λόγος
σπερματο-λόγος, = σπερμολόγος, von Vögeln, Epicharm. bei Ath. II, 65 b.
-
47 σπερμο-λόγος
σπερμο-λόγος, Saamen oder Sämereien lesend, sammelnd; Vögel, die von Körnern leben, bes. eine von Sämereien lebende Krähen- od. Dohlenart, die Saatkrähe; Ar. Av. 232. 579, Plut. Demetr. 28 u. A. – Bei Dem. 18, 127 ein Schimpfwort, ein gemeiner Schwätzer, Possenreißer, Schmarotzer; σπερμολογώτατος καὶ ἀναγωγότατος, D. Hal. epit. 17, 6; N. T.; vgl. noch Ath. VIII, 344 c, wo ein Wortspiel gemacht ist.
-
48 στρατο-λόγος
στρατο-λόγος, ein Heer sammelnd, zusammenziehend, Soldaten zum Kriegsdienste werbend (?).
-
49 σταφυλο-λόγος
σταφυλο-λόγος, Trauben lesend, Hesych.
-
50 σταχυη-λόγος
σταχυη-λόγος, Aehren lesend, VLL.
-
51 σταχυο-λόγος
σταχυο-λόγος, Aehren lesend, Sp.
-
52 στενο-λόγος
στενο-λόγος, = στενολέσχης, Eust.
-
53 συμ-μυο-λόγος
συμ-μυο-λόγος, seine Worte in sich verschließend schweigend, Hesych.
-
54 συν-ομό-λογος
συν-ομό-λογος, beistimmend, zugestehend, Sp.
-
55 σύλ-λογος
σύλ-λογος, ὁ, wie συλλογή, Sammlung, Versammlung, Zusammenkunft, ἅπας Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος, Eur. I. A. 514; ἀστῶν σύλλογον ποιήσομαι, = συλλέξομαι, Heracl. 336; auch übtr., σύλλογον ψυ χῆς λάβε, Herc. F. 626, sich sammeln, fassen, bes. von Menschen, σύλλογον ποιεῖσϑαι, versammeln, Her. oft, Ggstz σύλλογον διαλύειν, 7, 10, 4, u. διαλύεσϑαι ἐκ τοῠ συλλόγου, 3, 73; Thuc. oft, Plat. u. Folgde, wie Xen. An. 5, 6, 22, auch der Ort, wo sich die Soldaten versammeln, 1, 1, 2.
-
56 σεμνο-λόγος
σεμνο-λόγος, würdevoll, feierlich sprechend, in feierlicher Sprache, in vornehmem Tone redend, als Tadel, Dem. 18, 133.
-
57 σμῑκρο-λόγος
σμῑκρο-λόγος, = μικρολόγος, Plat. Conv. 210 d.
-
58 σῑτο-λόγος
σῑτο-λόγος, Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.
-
59 σῡκο-λόγος
σῡκο-λόγος, Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.
-
60 τρᾱχύ-λογος
τρᾱχύ-λογος, rauh redend, von harter Aussprache, Polem. physiogn. 1, 6, l. d.
См. также в других словарях:
Λόγος — (logos) (греч.) см. Логос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
λόγος — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
λόγος — ο 1. ομιλία: Έναρθρος λόγος. 2. κουβέντα: Πρέπει να πούμε δυο λόγια. 3. αγόρευση, περιγραφή, κήρυγμα: Πολιτικός λόγος. 4. συμβουλή, σύσταση: Δεν άκουσες τα λόγια μου. 5. βεβαίωση, υπόσχεση, εγγύηση: Δώσε μου το λόγο σου ότι θα έρθεις. 6. σκοπός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λόγος — Логос (греч. λόγος) термин философии, означающий «слово» (или «предложение», «высказывание», «речь») в переводе с греческого языка и «мысль» (или «намерение») в переводе с древнегреческого, а также причина, повод. Логос образ огня. Сравнивается с … Википедия
Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… … Философская энциклопедия
Λόγος ενδιάθετος — (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С … Философская энциклопедия
Λόγος εἰκὼν διανοίας. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λόγος ἐστὶ παλαιός… — См. Наслажденье изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)