Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λωτῶν

  • 1 λωτών

    λωτέω
    play the flute: pres part act masc nom sg (attic epic doric)
    λωτός
    clover: masc gen pl

    Morphologia Graeca > λωτών

  • 2 λωτῶν

    λωτέω
    play the flute: pres part act masc nom sg (attic epic doric)
    λωτός
    clover: masc gen pl

    Morphologia Graeca > λωτῶν

  • 3 αναλώτων

    ἀνάλωτος
    not to be taken: masc /fem /neut gen pl
    ἀνᾱλώτων, ἀναλίσκω
    use up: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀνᾱλώτων, ἀναλίσκω
    use up: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)
    ἀναλόω
    use up: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀναλόω
    use up: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αναλώτων

  • 4 ἀναλώτων

    ἀνάλωτος
    not to be taken: masc /fem /neut gen pl
    ἀνᾱλώτων, ἀναλίσκω
    use up: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀνᾱλώτων, ἀναλίσκω
    use up: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)
    ἀναλόω
    use up: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀναλόω
    use up: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀναλώτων

  • 5 πιλωτών

    πῑλωτῶν, πιλωτός
    of felt: fem gen pl
    πῑλωτῶν, πιλωτός
    of felt: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > πιλωτών

  • 6 πιλωτῶν

    πῑλωτῶν, πιλωτός
    of felt: fem gen pl
    πῑλωτῶν, πιλωτός
    of felt: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > πιλωτῶν

См. также в других словарях:

  • λωτῶν — λωτέω play the flute pres part act masc nom sg (attic epic doric) λωτός clover masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλωτῶν — πῑλωτῶν , πιλωτός of felt fem gen pl πῑλωτῶν , πιλωτός of felt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώτων — ἀνάλωτος not to be taken masc/fem/neut gen pl ἀνᾱλώτων , ἀναλίσκω use up pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀνᾱλώτων , ἀναλίσκω use up pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) ἀναλόω use up pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀναλόω use… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτίζομαι — (Α) [λωτός] 1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών 2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου 3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζειν ἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν» …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»