-
1 λωτο-τρόφος
λωτο-τρόφος, Lotosklee nährend, kleereich, λεῖμαξ, Eur. Phoen. 1587.
-
2 λωτοτρόφος
λωτο-τρόφος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωτοτρόφος
-
3 λωτοτρόφος
λωτο-τρόφος, Lotosklee nährend, kleereich -
4 λωτοτροφος
См. также в других словарях:
ξυλοτρόφος — ο (Α ξυλοτρόφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφα εντομολ. τα ξυλοφάγο έντομα αρχ. αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτο τρόφος] … Dictionary of Greek