Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λωβήσασθε

См. также в других словарях:

  • λωβήσασθε — λωβάομαι outrage aor imperat mp 2nd pl (attic ionic) λωβάομαι outrage aor ind mp 2nd pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»