-
1 λωβήσασθε
λωβάομαιoutrage: aor imperat mp 2nd pl (attic ionic)λωβάομαιoutrage: aor ind mp 2nd pl (attic ionic) -
2 λωβάομαι
λωβάομαι ( λώβη), aor. imp. λωβήσασθε, opt. λωβήσαιο: maltreat, outrage; w. cognate acc. and obj. τινὰ λώβην, do despite, Il. 13.623.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λωβάομαι
См. также в других словарях:
λωβήσασθε — λωβάομαι outrage aor imperat mp 2nd pl (attic ionic) λωβάομαι outrage aor ind mp 2nd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… … Dictionary of Greek