-
1 λυχνίτης
A a precious stone of a red colour, Pl.Erx. 400d, Str.17.3.11, Plin.HN37.104 (v.l.), Eust.ad D.P.327.II λ. λίθος a name for Parian marble, which was quarried by lamplight, Varro ap.Plin.HN36.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυχνίτης
См. также в других словарях:
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
νευρίτης — (I) ο (ανατ. βιολ.) ο νευράξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. ίτης]. (II) νευρίτης, ὁ (Α) φρ. «νευρίτης λίθος» είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ναρκισσίτης — ναρκισσίτης, ὁ (Α) (για λίθο) όμοιος με τον νάρκισσο στο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκισσος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λυχν ίτης, πυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
νεβρίτης — νεβρίτης, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» πολύτιμος ιερός λίθος τού Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
νεμεσίτης — νεμεσίτης, ὁ (Α) λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
ψωρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. ψωρίτισσα, Ν νεοελλ. ψωριάρης αρχ. φρ. «ψωρίτης λίθος» πωρόλιθος (Κυραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + επίθημα ίτης* (πρβλ. λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek