Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λυχν-ίτης

См. также в других словарях:

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • νευρίτης — (I) ο (ανατ. βιολ.) ο νευράξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. ίτης]. (II) νευρίτης, ὁ (Α) φρ. «νευρίτης λίθος» είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσίτης — ναρκισσίτης, ὁ (Α) (για λίθο) όμοιος με τον νάρκισσο στο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκισσος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λυχν ίτης, πυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • νεβρίτης — νεβρίτης, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» πολύτιμος ιερός λίθος τού Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • νεμεσίτης — νεμεσίτης, ὁ (Α) λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ψωρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. ψωρίτισσα, Ν νεοελλ. ψωριάρης αρχ. φρ. «ψωρίτης λίθος» πωρόλιθος (Κυραν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + επίθημα ίτης* (πρβλ. λυχν ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»