Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λυχν-άπτης

См. также в других словарях:

  • κηριάπτης — κηριάπτης, ὁ (Α) κηροστάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης, φαν άπτης] …   Dictionary of Greek

  • πυράπτης — ὁ, Α αυτός που ανάβει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης] …   Dictionary of Greek

  • φανάπτης — ὁ, Μ ο φανανάπτης, ιδίως τών αρχοντικών οικιών και τών ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν άπτης] …   Dictionary of Greek

  • φωταψία — η, ΝΜ άπλετος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αψία (< άπτης < ἅπτω «αγγίζω, ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, χειρ αψία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»