Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λυχνόβιος

См. также в других словарях:

  • λυχνόβιος — λυχνόβιος, ον (Α) αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως τού λύχνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος, λιτό βιος)] …   Dictionary of Greek

  • licnobio — (Del gr. lykhnos, lámpara + bios, vida.) ► adjetivo/ sustantivo BIOLOGÍA Que realiza sus actividades durante la noche y duerme durante el día. SINÓNIMO noctámbulo nocherniego * * * licnobio, a (del gr. «lychnóbios») adj. y n. Se aplica a la… …   Enciclopedia Universal

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • licnobio — licnobio, bia (Del gr. λυχνόβιος, que vive a la luz de la lámpara). adj. Dicho de una persona: Que vive con luz artificial, haciendo de la noche día. U. t. c. s.) …   Diccionario de la lengua española

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»