-
1 λυχνομαντεία
λυχνο-μαντεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυχνομαντεία
См. также в других словарях:
λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα … Dictionary of Greek