Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λυχναῖος

См. также в других словарях:

  • λυχναίος — λυχναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία 2. λυχνεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου] …   Dictionary of Greek

  • λυχναίου — λυχναῖος of a lamp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχναίῳ — λυχναῖος of a lamp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυχνεύς — και λυχναῑος, ὁ (Α) λυχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος, πρβλ. λυχναῖος] …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»